Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀλιγοχρόνιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὀλιγοχρόνιος ὀλιγοχρόνιον

Structure: ὀλιγοχρονι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: xro/nos

Sense

  1. lasting or living but little time, of short duration

Examples

  • ὅτι ἐγὼ δοῦλοσ σὸσ καὶ υἱὸσ τῆσ παιδίσκησ σου, ἄνθρωποσ ἀσθενὴσ καὶ ὀλιγοχρόνιοσ καὶ ἐλάσσων ἐν συνέσει κρίσεωσ καὶ νόμων. (Septuagint, Liber Sapientiae 9:5)
  • οὐκ ἐπίστανται δὲ οἱ τὴν κολακείαν μεταχειριζόμενοι ὥσ ἐστιν αὕτη ἡ τέχνη ὀλιγοχρόνιοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 66 2:2)
  • εἰ δ’ ἄρ’ ὃ μὴ γίγνοιτο νοεῖσ, τοῦτ’ αὐτὸ λαβοῦσα σκέψαι τὴν ὡρ́ην ὡσ ὀλιγοχρόνιοσ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 29)
  • ] ἀλλ’ ὀλιγοχρόνιοσ γίγνεται ὥσπερ ὄναρ ἥβη τιμήεσσα· (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , other works38)
  • ἀλλ’ ὀλιγοχρόνιοσ γίνεται ὥσπερ ὄναρ ἥβη τιμήεσσα, τὸ δ’ οὐλόμενον καὶ ἄμορφον αὐτίχ’ ὑπὲρ κεφαλῆσ γῆρασ ὑπερκρέμαται. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , 1386-1389568)
  • Μυκερῖνον δὲ τὸν Αἰγύπτιον ὁ ̔ Ἡρόδοτοσ ἱστορεῖ διὰ τῆσ δευτέρασ ἀκούσαντα παρὰ τῶν μάντεων ὅτι ὀλιγοχρόνιόσ ἐστι, λύχνα ποιησάμενον πολλὰ ὁπότε γένοιτο νὺξ πίνειν καὶ εὐπαθεῖν οὔτε ἡμέρασ οὔτε νυκτὸσ ἀνιέντα · (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 511)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION