헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἴκησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: οἴκησις οἰκήσεως

형태분석: οἰκησι (어간) + ς (어미)

어원: oi)ke/w

  1. 관리, 경영, 주의, 임무
  1. the act of dwelling or inhabiting, (of a city) management, administration

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 οἴκησις

관리가

οἰκήσει

관리들이

οἰκήσεις

관리들이

속격 οἰκήσεως

관리의

οἰκήσοιν

관리들의

οἰκήσεων

관리들의

여격 οἰκήσει

관리에게

οἰκήσοιν

관리들에게

οἰκήσεσιν*

관리들에게

대격 οί̓κησιν

관리를

οἰκήσει

관리들을

οἰκήσεις

관리들을

호격 οί̓κησι

관리야

οἰκήσει

관리들아

οἰκήσεις

관리들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γυναῖκα λήψῃ, καὶ ἀνὴρ ἕτεροσ ἕξει αὐτήν. οἰκίαν οἰκοδομήσεισ, καὶ οὐκ οἰκήσεισ ἐν αὐτῇ. ἀμπελῶνα φυτεύσεισ, καὶ οὐ μὴ τρυγήσῃσ αὐτόν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:30)

    (70인역 성경, 신명기 28:30)

  • καὶ ἦν Ἰωσαφὰτ πορευόμενοσ μείζων ἕωσ εἰσ ὕψοσ καὶ ᾠκοδόμησεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ οἰκήσεισ καὶ πόλεισ ὀχυράσ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 17:12)

    (70인역 성경, 역대기 하권 17:12)

  • ἐν ὄρει Ἰούδα καὶ ἐν τοῖσ δρυμοῖσ καὶ οἰκήσεισ καὶ πύργουσ. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 27:4)

    (70인역 성경, 역대기 하권 27:4)

  • δυοῖν δ’ ὄντοιν ἅττ’ ἂν παρὰ τῶν παλαιῶν τισ κτήσαιτο, λέγειν τε δύνασθαι καὶ πράττειν τὰ δέοντα ζήλῳ τῶν ἀρίστων καὶ φυγῇ τῶν χειρόνων, ὅταν μήτε ἐκεῖνα μήτε ταῦτα φαίνηταί τισ παρ’ αὐτῶν ὠφελούμενοσ, τί ἄλλο ἢ τοῖσ μυσὶ διατριβὰσ ὠνεῖται καὶ ταῖσ τίλφαισ οἰκήσεισ καὶ πληγὰσ ὡσ ἀμελοῦσι τοῖσ οἰκέταισ ; (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 17:2)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 17:2)

  • αἱ γραφαὶ καὶ τοῦ ἱστίου τὸ παράσειον πυραυγέσ, πρὸ τούτων αἱ ἄγκυραι καὶ στροφεῖα καὶ περιαγωγεῖσ καὶ αἱ κατὰ τὴν πρύμναν οἰκήσεισ θαυμάσια πάντα μοι ἔδοξε. (Lucian, 11:1)

    (루키아노스, 11:1)

유의어

  1. 관리

관련어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION