Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀξύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀξύς ὀξεῖα ὀξύ

Structure: ὀξυ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: akin to w)ku/s

Sense

  1. sharp, pointed (especially of swords, axes, etc.)
  2. (of the senses): sharp, keen
  3. quick, hasty, swift
  4. sharp, clever

Examples

  • Ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ πνεῦμα νοερόν, ἅγιον, μονογενέσ, πολυμερέσ, λεπτόν, εὐκίνητον, τρανόν, ἀμόλυντον, σαφέσ, ἀπήμαντον, φιλάγαθον, ὀξύ, ἀκώλυτον, εὐεργετικόν, (Septuagint, Liber Sapientiae 7:22)
  • ξίφοσ ὀξὺ τὴν ἀνυπόκριτον ἐπιταγήν σου φέρων, καὶ στὰσ ἐπλήρωσε τὰ πάντα θανάτου. καὶ οὐρανοῦ μὲν ἥπτετο, βεβήκει δ̓ ἐπὶ γῆσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 18:16)
  • ἡγεῖται δὲ ἀνὴρ ὠχρὸσ καὶ ἄμορφοσ, ὀξὺ δεδορκὼσ καὶ ἐοικὼσ τοῖσ ἐκ νόσου μακρᾶσ κατεσκληκόσι. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 5:4)
  • πάντεσ οὖν ἀλλήλουσ ὀξὺ δεδόρκασι καὶ ὥσπερ οἱ μονομαχοῦντεσ ἐπιτηροῦσιν, εἲ πού τι γυμνωθὲν μέροσ θεάσαιντο τοῦ σώματοσ· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:3)
  • αἱ δὲ γυναῖκεσ ἐυδμήτων ἐπὶ πύργων χαλκέων ὀξὺ βόων, κατὰ δ’ ἐδρύπτοντο παρειάσ, ζωῇσιν ἴκελαι, ἔργα κλυτοῦ Ἡφαίστοιο. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 24:19)

Synonyms

  1. sharp

  2. quick

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION