- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μυρεψός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: myrepsos 고전 발음: [뮈렙소] 신약 발음: [뮈랩소]

기본형: μυρεψός μυρεψοῦ

형태분석: μυρεψ (어간) + ος (어미)

어원: μύρον, ἕψω

  1. 향료 제조자, 연고 판매인
  1. one who prepares unguents. a perfumer.

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 μυρεψός

향료 제조자가

μυρεψώ

향료 제조자들이

μυρεψοί

향료 제조자들이

속격 μυρεψοῦ

향료 제조자의

μυρεψοῖν

향료 제조자들의

μυρεψῶν

향료 제조자들의

여격 μυρεψῷ

향료 제조자에게

μυρεψοῖν

향료 제조자들에게

μυρεψοῖς

향료 제조자들에게

대격 μυρεψόν

향료 제조자를

μυρεψώ

향료 제조자들을

μυρεψούς

향료 제조자들을

호격 μυρεψέ

향료 제조자야

μυρεψώ

향료 제조자들아

μυρεψοί

향료 제조자들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν λήψεται εἰς μυρεψοὺς καὶ εἰς μαγειρίσσας καὶ εἰς πεσσούσας. (Septuagint, Liber I Samuelis 8:13)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 8:13)

  • ἀλλ ἡ τρυφὴ δανειστὰς ἐποίησεν οὐχ ἧττον ἢ χρυσοχόους καὶ ἀργυροκόπους καὶ μυρεψοὺς καὶ ἀνθοβάφους. (Plutarch, De vitando aere alieno, chapter, section 7 8:1)

    (플루타르코스, De vitando aere alieno, chapter, section 7 8:1)

  • πολλάκις δὲ καὶ τοὐναντίον χαίροντες τῷ ἔργῳ τοῦ δημιουργοῦ καταφρονοῦμεν, ὡς ἐπὶ τῶν μύρων καὶ τῶν ἁλουργῶν τούτοις μὲν ἡδόμεθα, τοὺς δὲ βαφεῖς καὶ μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα καὶ βαναύσους. (Plutarch, , chapter 1 4:2)

    (플루타르코스, , chapter 1 4:2)

  • οὐκοῦν τόδε μὲν οἶμαι παντί τῳ δῆλον καὶ πολλάκις λεγόμενον ἴσως ὅτι βαφεῖς μὲν καὶ μυρεψοὺς σὺν κουρικῇ γυναικῶν τε καὶ ἀνδρῶν, οὐ πολύ τι διαφερούσαις τὰ νῦν, καὶ ποικιλτικῇ πάσῃ σχεδὸν οὐκ ἐσθῆτος μόνον, ἀλλὰ καὶ τριχῶν καὶ χρωτός, ἐγχούσῃ καὶ ψιμυθίῳ καὶ πᾶσι φαρμάκοις μηχανωμένῃ ὡρ´ας ψευδεῖς καὶ νόθα εἴδωλα, ἔτι δὲ ἐν οἰκιῶν ὀροφαῖς καὶ τοίχοις καὶ ἐδάφει τὰ μὲν χρώμασι, τὰ δὲ λίθοις, τὰ δὲ χρυσῷ, τὰ δ ἐλέφαντι ποικιλλόντων, τὰ δὲ αὐτῶν τοίχων γλυφαῖς, τὸ μὲν ἄριστον μή παραδέχεσθαι καθόλου τὰς πόλεις, τὸ δὲ ἡμῖν ἐν τῷ παρόντι λόγῳ διορίσαι μηδένα ἂν τοιοῦτον γίγνεσθαι τῶν ἡμετέρων πενήτων, οἷς πρὸς τοὺς πλουσίους ἡμεῖς ἀγωνιζόμεθα ὥσπερ χορῷ τὰ νῦν, οὐχ ὑπὲρ εὐδαιμονίας προκειμένου τοῦ ἀγῶνος: (Dio, Chrysostom, Orationes, 141:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 141:1)

  • καὶ τὰς θυγατέρας δ ὑμῶν μυρεψοὺς ἀποφανοῦσι καὶ ὀψοποιοὺς καὶ σιτοποιούς, καὶ πᾶν ἔργον ὃ θεραπαινίδες ἐξ ἀνάγκης πληγὰς φοβούμεναι καὶ βασάνους ὑπηρετήσουσι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 6 56:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 6 56:1)

유의어

  1. 향료 제조자

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION