헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μόναρχος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μόναρχος μόναρχη μόναρχον

형태분석: μοναρχ (어간) + ος (어미)

  1. one who rules alone, a monarch, sovereign
  2. sovereign
  3. Dictator

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μόναρχος

(이)가

μόνάρχη

(이)가

μόναρχον

(것)가

속격 μονάρχου

(이)의

μόνάρχης

(이)의

μονάρχου

(것)의

여격 μονάρχῳ

(이)에게

μόνάρχῃ

(이)에게

μονάρχῳ

(것)에게

대격 μόναρχον

(이)를

μόνάρχην

(이)를

μόναρχον

(것)를

호격 μόναρχε

(이)야

μόνάρχη

(이)야

μόναρχον

(것)야

쌍수주/대/호 μονάρχω

(이)들이

μόνάρχᾱ

(이)들이

μονάρχω

(것)들이

속/여 μονάρχοιν

(이)들의

μόνάρχαιν

(이)들의

μονάρχοιν

(것)들의

복수주격 μόναρχοι

(이)들이

μό́ναρχαι

(이)들이

μόναρχα

(것)들이

속격 μονάρχων

(이)들의

μόναρχῶν

(이)들의

μονάρχων

(것)들의

여격 μονάρχοις

(이)들에게

μόνάρχαις

(이)들에게

μονάρχοις

(것)들에게

대격 μονάρχους

(이)들을

μόνάρχᾱς

(이)들을

μόναρχα

(것)들을

호격 μόναρχοι

(이)들아

μό́ναρχαι

(이)들아

μόναρχα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Κύριε Κύριε, βασιλεῦ τῶν οὐρανῶν καὶ δέσποτα πάσησ κτίσεωσ, ἅγιε ἐν ἁγίοισ, μόναρχε, παντοκράτωρ, πρόσχεσ ἡμῖν καταπονουμένοισ ὑπὸ ἀνοσίου καὶ βεβήλου θράσει καὶ σθένει πεφρυαγμένου. (Septuagint, Liber Maccabees III 2:2)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 2:2)

  • ‐ ποῦ δὲ γυμνήτων μόναρχοι τοξοφόροι τε Φρυγῶν; (Euripides, Rhesus, choral, strophe 16)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 16)

  • ᾧ καὶ δῆλον ὅτι προσίεται τὴν τοῦ μονάρχου εὐσέβειαν. (Lucian, Phalaris, book 2 5:1)

    (루키아노스, Phalaris, book 2 5:1)

  • ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀριζήλωτοι Ἀθῆναι, δείξατε τὸν τῆσ Ἑλλάδοσ ὑμῖν καὶ τῆσ γῆσ τῆσδε μόναρχον. (Aristotle, Choral, anapests13)

    (아리스토텔레스, Choral, anapests13)

  • κακ[ῶσ] μοι δοκεῖσ εἰδ[έν]αι, ὦ Πολύευκτε, σ[ύ τε] καὶ οἱ ταὐτὰ γι[γνώσκο]ντεσ, ὅτι οὔ[τε δῆμόσ] ἐστιν οὐδ[ὲ εἷ]σ ἐν τῇ οἰκουμένῃ οὔτε μόναρχοσ οὔτε ἔθνοσ μεγαλοψυχότερον τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων, τοὺσ δὲ συκοφαντουμένουσ τῶν πολιτῶν ὑπό τινων ἢ καθ’ ἕνα ἢ ἅθρουσ οὐ προίεται ἀλλὰ βοηθεῖ. (Hyperides, Speeches, 33:1)

    (히페레이데스, Speeches, 33:1)

  • οὔκουν ἔμοιγε χρώμενοσ διδασκάλῳ πρὸσ κέντρα κῶλον ἐκτενεῖσ, ὁρῶν ὅτι τραχὺσ μόναρχοσ οὐδ’ ὑπεύθυνοσ κρατεῖ. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode, anapests 1:15)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode, anapests 1:15)

  • μόναρχοσ γὰρ ὁ δῆμοσ γίνεται, σύνθετοσ εἷσ ἐκ πολλῶν· (Aristotle, Politics, Book 4 81:2)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 4 81:2)

  • ὁ δ’ οὖν τοιοῦτοσ δῆμοσ, ἅτε μόναρχοσ ὤν, ζητεῖ μοναρχεῖν διὰ τὸ μὴ ἄρχεσθαι ὑπὸ νόμου, καὶ γίνεται δεσποτικόσ, ὥστε οἱ κόλακεσ ἔντιμοι, καὶ ἔστιν ὁ τοιοῦτοσ δῆμοσ ἀνάλογον τῶν μοναρχιῶν τῇ τυραννίδι. (Aristotle, Politics, Book 4 82:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 4 82:1)

  • καὶ γὰρ ὁ δῆμοσ εἶναι βούλεται μόναρχοσ. (Aristotle, Politics, Book 5 287:2)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 5 287:2)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION