Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταπίπτω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεταπίπτω μεταπεσοῦμαι

Structure: μετα (Prefix) + πίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to fall differently, undergo a change, to change one's opinion suddenly
  2. to change, changes, to undergo change or revolution

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταπίπτω μεταπίπτεις μεταπίπτει
Dual μεταπίπτετον μεταπίπτετον
Plural μεταπίπτομεν μεταπίπτετε μεταπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular μεταπίπτω μεταπίπτῃς μεταπίπτῃ
Dual μεταπίπτητον μεταπίπτητον
Plural μεταπίπτωμεν μεταπίπτητε μεταπίπτωσιν*
OptativeSingular μεταπίπτοιμι μεταπίπτοις μεταπίπτοι
Dual μεταπίπτοιτον μεταπιπτοίτην
Plural μεταπίπτοιμεν μεταπίπτοιτε μεταπίπτοιεν
ImperativeSingular μεταπίπτε μεταπιπτέτω
Dual μεταπίπτετον μεταπιπτέτων
Plural μεταπίπτετε μεταπιπτόντων, μεταπιπτέτωσαν
Infinitive μεταπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταπιπτων μεταπιπτοντος μεταπιπτουσα μεταπιπτουσης μεταπιπτον μεταπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταπίπτομαι μεταπίπτει, μεταπίπτῃ μεταπίπτεται
Dual μεταπίπτεσθον μεταπίπτεσθον
Plural μεταπιπτόμεθα μεταπίπτεσθε μεταπίπτονται
SubjunctiveSingular μεταπίπτωμαι μεταπίπτῃ μεταπίπτηται
Dual μεταπίπτησθον μεταπίπτησθον
Plural μεταπιπτώμεθα μεταπίπτησθε μεταπίπτωνται
OptativeSingular μεταπιπτοίμην μεταπίπτοιο μεταπίπτοιτο
Dual μεταπίπτοισθον μεταπιπτοίσθην
Plural μεταπιπτοίμεθα μεταπίπτοισθε μεταπίπτοιντο
ImperativeSingular μεταπίπτου μεταπιπτέσθω
Dual μεταπίπτεσθον μεταπιπτέσθων
Plural μεταπίπτεσθε μεταπιπτέσθων, μεταπιπτέσθωσαν
Infinitive μεταπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταπιπτομενος μεταπιπτομενου μεταπιπτομενη μεταπιπτομενης μεταπιπτομενον μεταπιπτομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ Ῥόδιοι πυθόμενοι μετέπιπτον ὡσ οὐ φαύλωσ ἔχοντοσ τοῦ Περσέωσ· (Appian, The Foreign Wars, chapter 17:35)
  • ἄρτι γὰρ δι’ αὐτὸ τοῦτο προκεχειρισμένοι τὸν Παυσίστρατον, διὰ τὸ πρᾶξιν ἔχειν τινὰ καὶ τόλμαν, παραχρῆμα μετέπιπτον εἰσ τἀναντία ταῖσ γνώμαισ διὰ τὴν περιπέτειαν. (Polybius, Histories, book 21, chapter 7 7:1)

Synonyms

  1. to change

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION