μεταπίπτω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μεταπίπτω
μεταπεσοῦμαι
형태분석:
μετα
(접두사)
+
πίπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 바꾸다, 변하다, 달라지다, 갈아입다
- to fall differently, undergo a change, to change one's opinion suddenly
- to change, changes, to undergo change or revolution
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἴδοι γὰρ ἂν ἐκ μὲν τῆσ φαυλοτέρασ εἶναι δοκούσησ ἐπὶ τὸ βέλτιον ὡσ ἐπὶ τὸ πολὺ τὰσ πράξεισ ἐπιδιδούσασ, ἐκ δὲ τῆσ κρείττονοσ φαινομένησ ἐπὶ τὸ χεῖρον εἰθισμένασ μεταπίπτειν. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2348)
(디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2348)
- τὸ μήτε συνδέσμοισ χρῆσθαι πολλοῖσ μήτ’ ἄρθροισ συνεχέσιν ἀλλ’ ἔστιν ὅτε καὶ τῶν ἀναγκαίων ἐλάττοσιν, τὸ μὴ χρονίζειν ἐπὶ τῶν αὐτῶν πτώσεων τὸν λόγον ἀλλὰ θαμινὰ μεταπίπτειν, τὸ τῆσ ἀκολουθίασ τῶν προεξενεχθέντων ὑπεροπτικῶσ ἔχειν τὴν φράσιν μηδὲ κατ’ ἄλληλα, τὸ περιττῶσ καὶ ἰδίωσ καὶ μὴ κατὰ τὴν ὑπόληψιν ἢ βούλησιν τῶν πολλῶν συζεύγνυσθαι τὰ μόρια. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 39 2:2)
(디오니시오스, De Demosthene, chapter 39 2:2)
- καθ’ ὁμοιότητα γὰρ τῆσ κατ’ ἀρετὴν φαίνονται φιλίαι ἣ μὲν γὰρ τὸ ἡδὺ ἔχει ἣ δὲ τὸ χρήσιμον, ταῦτα δ’ ὑπάρχει κἀκείνῃ, τῷ δὲ τὴν μὲν ἀδιάβλητον καὶ μόνιμον εἶναι, ταύτασ δὲ ταχέωσ μεταπίπτειν ἄλλοισ τε διαφέρειν πολλοῖσ, οὐ φαίνονται φιλίαι, δι’ ἀνομοιότητα ἐκείνησ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 66:2)
(아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 8 66:2)
- τὰ μὲν γὰρ ταχὺ μεταπίπτειν εἴθισται, τὰ δὲ διαμένειν καὶ πλείω χρόνον ὑπάρχειν· (Demosthenes, Speeches 21-30, 20:2)
(데모스테네스, Speeches 21-30, 20:2)
- ἤδη γάρ του ἔγωγε καὶ ἤκουσα τῶν σοφῶν ὡσ νῦν ἡμεῖσ τέθναμεν καὶ τὸ μὲν σῶμά ἐστιν ἡμῖν σῆμα, τῆσ δὲ ψυχῆσ τοῦτο ἐν ᾧ ἐπιθυμίαι εἰσὶ τυγχάνει ὂν οἱο͂ν ἀναπείθεσθαι καὶ μεταπίπτειν ἄνω κάτω, καὶ τοῦτο ἄρα τισ μυθολογῶν κομψὸσ ἀνήρ, ἴσωσ Σικελόσ τισ ἢ Ἰταλικόσ, παράγων τῷ ὀνόματι διὰ τὸ πιθανόν τε καὶ πειστικὸν ὠνόμασε πίθον, τοὺσ δὲ ἀνοήτουσ ἀμυήτουσ, τῶν δ’ ἀνοήτων τοῦτο τῆσ ψυχῆσ οὗ αἱ ἐπιθυμίαι εἰσί, τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ στεγανόν, ὡσ τετρημένοσ εἰή πίθοσ, διὰ τὴν ἀπληστίαν ἀπεικάσασ. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 280:2)
(플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 280:2)
파생어
- ἀμφιπίπτω (안다, 품다, 포옹하다)
- ἀναπίπτω (철수시키다, 주둔지를 포기하다, 철수시키다)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- διαπίπτω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐγκαταπίπτω (to fall in or upon)
- εἰσπίπτω (빠지다, 빠지다, )
- ἐκπίπτω (나오다, 나다, 탈출하다)
- ἐμπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπεισπίπτω (내리누르다, 만나다)
- ἐπιπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- καταπίπτω (자르다, 잘라내다)
- παραπίπτω (일어나다, 나타나다)
- παρεισπίπτω (to get in by the side, steal in)
- παρεμπίπτω (to fall in by the way, creep or steal in)
- περιπίπτω (~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다)
- πίπτω (떨어지다, 넘어지다)
- προκαταπίπτω (먼저 보다, 미리 보다)
- προπίπτω (내밀다, 튀어나오다, 기울어지다)
- προσπίπτω (내리누르다, 만나다, 일어나다)
- συμπίπτω (만나다, 우연히 만나다, 우연히 마주치다)
- συνεισπίπτω (to fall or be thrown into with, to rush in together)
- συνεκπίπτω (to rush out together with, to be driven out or banished together, to disappear together)
- συνεμπίπτω (to fall in or upon together, to fall on or attack together)
- ὑπερπίπτω (넘치다, 내밀다, 던지다)
- ὑποπίπτω (매다, 걸다, 채우다)