μάντευμα
3군 변화 명사; 중성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μάντευμα
μάντευματος
형태분석:
μαντευματ
(어간)
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- βούλομαι δ’ ἐν ἡμέρᾳ τῇδ’ ‐ αἰσία γάρ ‐ θεοῦ λαβεῖν μαντεύματα. (Euripides, Ion, episode 5:17)
(에우리피데스, Ion, episode 5:17)
- σὲ τὰν ὠδίνων λοχιᾶν ἀνειλείθυιαν, ἐμὰν Ἀθάναν, ἱκετεύω, Προμηθεῖ Τιτᾶνι λοχευ‐ θεῖσαν κατ’ ἀκροτάτασ κορυφᾶσ Διόσ, ὦ μάκαιρα Νίκα, μόλε Πύθιον οἶκον, Ὀλύμπου χρυσέων θαλάμων πταμένα πρὸσ ἀγυιάσ, Φοιβήιοσ ἔνθα γᾶσ μεσσόμφαλοσ ἑστία παρὰ χορευομένῳ τρίποδι μαντεύματα κραίνει, σὺ καὶ παῖσ ἁ Λατογενήσ, δύο θεαὶ δύο παρθένοι, κασίγνηται σεμναὶ Φοίβου. (Euripides, Ion, choral, strophe 11)
(에우리피데스, Ion, choral, strophe 11)
- τύχη δέ τισ ἐοίκε δαιμόνιοσ ἐν περιφορὰ πραγμάτων, εἰσ ἐκεῖνο καιροῦ συμπεραίνουσα τὴν ἐλευθερίαν τῆσ Ἑλλάδοσ, ἐναντιοῦσθαι τοῖσ πραττομένοισ, καὶ πολλὰ σημεῖα τοῦ μέλλοντοσ ἀναφαίνειν, ἐν οἷσ ἥ τε Πυθία δεινὰ προὔφαινε μαντεύματα, καὶ χρησμὸσ ᾔδετο παλαιὸσ ἐκ τῶν Σιβυλλείων τῆσ ἐπὶ Θερμώδοντι μάχησ ἀπάνευθε γενοίμην, αἰετὸσ ἐν νεφέεσσι καὶ ἠέρι θηήσασθαι. (Plutarch, Demosthenes, chapter 19 1:1)
(플루타르코스, Demosthenes, chapter 19 1:1)
- ὅπου δὲ ποικίλον οὐδὲν οὐδ’ ἀπόρρητον οὐδὲ δεινόν, ἀλλ’ ἐπὶ πράγμασι μικροῖσ καὶ δημοτικοῖσ ἐρωτήσεισ οἱο͂ν ἐν σχολῇ προτάσεισ εἰ γαμητέον εἰ πλευστέον εἰ δανειστέον τὰ δὲ μέγιστα πόλεων μαντεύματα φορᾶσ καρπῶν πέρι καὶ βοτῶν ἐπιγονῆσ καὶ σωμάτων ὑγιείασ· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 282)
(플루타르코스, De Pythiae oraculis, section 282)
- αἱ γὰρ βέλτισται ψυχαὶ μαντεύονται ταῦτα οὕτωσ ἔχειν, αἱ δὲ μοχθηρόταται οὔ φασι, κυριώτερα δὲ τὰ τῶν θείων ἀνδρῶν μαντεύματα ἢ τὰ τῶν μή. (Plato, Epistles, Letter 2 10:4)
(플라톤, Epistles, Letter 2 10:4)
유의어
-
신탁
- αὐδή (신탁, 지성소)
- χρηστήριον (신탁, 지성소)
- μαντεῖον (신탁, 지성소)
- χρηστήριον (the seat of an oracle)
- μαντεῖον (the seat of an oracle)
- νεκυομαντεῖον (an oracle of the dead)
- ὀμφή (목소리, 신탁, 태)
- λόγιον (공개, 신탁, 지성소)
- χρῆσις (the response of an oracle)
- χρησμοφύλαξ (a keeper of oracles)
- θεοπρόπιον (예언, 신탁, 지성소)
- θεοπροπία (예언, 신탁, 지성소)