Ancient Greek-English Dictionary Language

λυπρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λυπρός λυπρή λυπρόν

Structure: λυπρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: lupe/w

Sense

  1. wretched, poor, sorry
  2. causing pain, offensive, troublesome
  3. painful, distressing
  4. aegre ferebat

Examples

  • εἰκάσαι δέ μοι πάρεστι λυπρὰ πρὸσ φίλων πεπονθέναι. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 2:16)
  • εἰ δ’ ἔστι τοῖσ δούλοισι τοὺσ ἐλευθέρουσ μὴ λυπρὰ μηδὲ καρδίασ δηκτήρια ἐξιστορῆσαι, σοὶ μὲν εἰρῆσθαι χρεών, ἡμᾶσ δ’ ἀκοῦσαι τοὺσ ἐρωτῶντασ τάδε. (Euripides, Hecuba, episode14)
  • ὡσ οὔποθ’ εὕδει λυπρά σου κηρύγματα. (Euripides, Hecuba, episode4)
  • λυπρὰ γὰρ τὰ κρείσσονα· (Euripides, Ion, episode, iambic17)
  • τούτου Ῥωμαῖοσ ἡγεμὼν σπείρασ τινὸσ ἐν Χαιρωνείᾳ διαχειμαζούσησ ἐρασθεὶσ ἄρτι τὴν παιδικὴν ἡλικίαν παρηλλαχότοσ, ὡσ οὐκ ἔπειθε πειρῶν καὶ διδούσ, δῆλοσ ἦν οὐκ ἀφεξόμενοσ βίασ, ἅτε δὴ καὶ τῆσ πατρίδοσ ἡμῶν τότε λυπρὰ πραττούσησ καὶ διὰ μικρότητα καὶ πενίαν παρορωμένησ. (Plutarch, , chapter 1 2:1)

Synonyms

  1. wretched

  2. causing pain

  3. painful

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION