λόφος
2군 변화 명사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
λόφος
λόφου
형태분석:
λοφ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 목, 갈기, 고개, 목구멍, 식도, 인후
- 줄기, 두덩, 턱
- 벼슬, 볏
- 닭 벼슬, 빗
- the back of the neck, rubs it, the mane, the nape of the neck, the neck
- the crest of a hill, a ridge
- the crest
- the crest on the head, comb
- the tuft of hair
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ δὴ γεγράφθω προπύλαια μὲν ὑψηλὰ καὶ ἐπίχρυσα καὶ μὴ κάτω ἐπὶ τοῦ ἐδάφουσ, ἀλλ’ ἄνω τῆσ γῆσ ἐπὶ λόφου κείμενα, καὶ ἡ ἄνοδοσ ἐπὶ πολὺ καὶ ἀνάντησ καὶ ὄλισθον ἔχουσα, ὡσ πολλάκισ ἤδη πρὸσ τῷ ἄκρῳ ἔσεσθαι ἐλπίσαντασ ἐκτραχηλισθῆναι διαμαρτόντοσ τοῦ ποδόσ. (Lucian, De mercede, (no name) 42:3)
(루키아노스, De mercede, (no name) 42:3)
- ἐγνώρισαν γὰρ με κἀκεῖνοι ἰδόντεσ ἀπὸ τῆσ πέλτησ μάλιστα καὶ τῶν φαλάρων καὶ τοῦ λόφου. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:2)
(루키아노스, Dialogi meretricii, 3:2)
- φέρε δ’ εἴ τισ ὑπὲρ λόφου τινὸσ ἢ σκοπῆσ αἰπόλων ἢ βοτήρων τοῦ ἀγῶνοσ ἄπωθεν γενόμενοσ θεατὴσ, καὶ κατιδὼν τὸ μέγα καὶ παντὸσ λόγου μεῖζον ἐκεῖνο ἔργον ἧκεν εἰσ τὴν πόλιν ἄτρωτοσ ἄγγελοσ καὶ ἀναίμακτοσ, εἶτ’ ἠξίου τιμὰσ ἔχειν ἃσ Κυνέγειροσ ἔσχεν, ἃσ Καλλίμαχοσ, ἃσ Πολύζηλοσ, ὅτι τὰσ τούτων ἀριστείασ καὶ τραύματα καὶ θανάτουσ ἀπήγγειλεν· (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 3 3:5)
(플루타르코스, De gloria Atheniensium, section 3 3:5)
- ἤδη δὲ καί πλήθει τῶν συντρεχόντων πάλιν πρὸσ αὐτὸν καί συνισταμένων ἐθάρρει, καί κατέβαινεν ἀπὸ τοῦ λόφου φωτὶ πολλῷ περιλαμπόμενοσ. (Plutarch, Artaxerxes, chapter 13 1:2)
(플루타르코스, Artaxerxes, chapter 13 1:2)
- νῆσοι ἦσαν ἐπιμήκεισ μέν, οὐ πάνυ δὲ ὑψηλαί, ὅσον ἑκατὸν σταδίων ἑκάστη τὸ περίμετρον ἐπὶ δὲ αὐτῶν ἔπλεον τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἀμφὶ τοὺσ εἴκοσι καὶ ἑκατὸν τούτων δὲ οἱ μὲν παρ’ ἑκάτερα τῆσ νήσου καθήμενοι ἐφεξῆσ ἐκωπηλάτουν κυπαρίττοισ μεγάλαισ αὐτοκλάδοισ καὶ αὐτοκόμοισ ὥσπερ ἐρετμοῖσ, κατόπιν δὲ ἐπὶ τῆσ πρύμνησ, ὡσ ἐδόκει, κυβερνήτησ ἐπὶ λόφου ὑψηλοῦ εἱστήκει χάλκεον ἔχων πηδάλιον πεντασταδιαῖον τὸ μῆκοσ· (Lucian, Verae Historiae, book 1 40:4)
(루키아노스, Verae Historiae, book 1 40:4)
유의어
-
목
-
줄기
- δειράς (The ridge of a column of hills)
-
벼슬