λόφος
2군 변화 명사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
λόφος
λόφου
형태분석:
λοφ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 목, 갈기, 고개, 목구멍, 식도, 인후
- 줄기, 두덩, 턱
- 벼슬, 볏
- 닭 벼슬, 빗
- the back of the neck, rubs it, the mane, the nape of the neck, the neck
- the crest of a hill, a ridge
- the crest
- the crest on the head, comb
- the tuft of hair
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τί οὖν οὐχὶ καὶ σύ, ὦ Ἀθηνᾶ, τὴν κόρυν ἀφελοῦσα ψιλὴν τὴν κεφαλὴν ἐπιδεικνύεισ, ἀλλ’ ἐπισείεισ τὸν λόφον καὶ τὸν δικαστὴν φοβεῖσ; (Lucian, Dearum judicium, (no name) 10:5)
(루키아노스, Dearum judicium, (no name) 10:5)
- οὕτωσ ὑμᾶσ ἡ εἰρήνη διατέθεικε βαθεῖα οὖσα, ὡσ μὴ ἂν ῥᾳδίωσ ἀνασχέσθαι λόφον ἕνα κράνουσ πολεμίου ἰδόντασ. (Lucian, Anacharsis, (no name) 33:5)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 33:5)
- ἀφεθέντα δὲ ὡσ ἀφείθη τὸν Ἄρη ἀγανακτῆσαι κατὰ τοῦ Ἀλεκτρυόνοσ καὶ μεταβαλεῖν αὐτὸν εἰσ τουτὶ τὸ ὄρνεον αὐτοῖσ ὅπλοισ, ὡσ ἔτι τοῦ κράνουσ τὸν λόφον ἔχειν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ. (Lucian, Gallus, (no name) 3:10)
(루키아노스, Gallus, (no name) 3:10)
- ὁπόταν γοῦν ἐντεινάμενοσ τὸ τόξον ἰώ ἐπ̓ αὐτήν, ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ ὑπότρομοσ γίνομαι καὶ ἀπορρεῖ μου τὰ τοξεύματα ἐκ τῶν χειρῶν. (Lucian, Dialogi deorum, 2:3)
(루키아노스, Dialogi deorum, 2:3)
- τολμήσασ δ̓ ὅμωσ καὶ τοὺσ ἑταίρουσ ἐπιλαμβανομένουσ ἀποσεισάμενοσ, ἐδεδοίκεσαν γὰρ ὑπὲρ ἐμοῦ ὁρῶντεσ ἀποστίλβοντα μὲν τὸν βάρβαρον ἐπιχρύσοισ τοῖσ ὅπλοισ, μέγαν δὲ καὶ φοβερὸν ὄντα τὸν λόφον καὶ κραδαίνοντα τὴν λόγχην. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:6)
(루키아노스, Dialogi meretricii, 2:6)
유의어
-
목
-
줄기
- δειράς (The ridge of a column of hills)
-
벼슬