Ancient Greek-English Dictionary Language

λευκός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λευκός λευκή λευκόν

Structure: λευκ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from Root LUK

Sense

  1. bright, shining, gleaming
  2. white
  3. pale, weakly, cowardly
  4. fair, happy, joyful

Examples

  • οἱ δ’ ἐν τῷ Νείλῳ ποταμῷ γινόμενοι λάτοι τὸ μέγεθοσ εὑρίσκονται καὶ ὑπὲρ διακοσίασ λίτρασ ἔχοντεσ, ὁ δὲ ἰχθὺσ οὗτοσ λευκότατοσ ὢν καὶ ἥδιστόσ ἐστι πάντα τρόπον σκευαζόμενοσ, παραπλήσιοσ ὢν τῷ κατὰ τὸν Ἴστρον γινομένῳ γλάνιδι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 88 1:2)
  • ἵπποσ μέν γε ἄλλοσ μὲν λευκότατοσ , ὅκωσ οἱ Θρήϊκεσ Ῥήσου· ἄλλοι δὲ πόδαργοι, ὅκωσ Μενέλεω πόδαργοσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 343)
  • ‐Κηρὸσ ὡσ λευκότατοσ, στέαρ πρόσφατον καθαρόν. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 21.3)
  • καὶ γὰρ καθὰ μὴ κεχρύσωτο λευκότατοσ ἦν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 254:2)

Synonyms

  1. bright

  2. white

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION