Ancient Greek-English Dictionary Language

λευκόπτερος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λευκόπτερος λευκόπτερον

Structure: λευκοπτερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ptero/n

Sense

  1. white-winged, white

Examples

  • τὸ τᾶσ δὲ λευκοπτέρου φίλιον Ἁμέρασ βροτοῖσ φέγγοσ ὀλοὸν εἶδε γαῖαν, εἶδε περγάμων ὄλεθρον, τεκνοποιὸν ἔχουσα τᾶσδε γᾶσ πόσιν ἐν θαλάμοισ, ὃν ἀστέρων τέθριπποσ ἔλα‐ βε χρύσεοσ ὄχοσ ἀναρπάσασ, ἐλπίδα γᾷ πατρίᾳ μεγάλαν· (Euripides, The Trojan Women, choral, antistrophe 23)
  • πρὸσ ταῦτα ῥιπτέσθω μὲν αἰθαλοῦσσα φλόξ, λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι καὶ βροντήμασι χθονίοισ κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode 2:25)

Synonyms

  1. white-winged

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION