- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κώλυμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: kōlyma 고전 발음: [꼴:뤼마] 신약 발음: [꼴뤼마]

기본형: κώλυμα κώλυματος

형태분석: κωλυματ (어간)

어원: κωλύω

  1. 장애, 방해, 저지
  2. 예방, 신중, 대비
  1. a hindrance, impediment
  2. a defence against, precaution

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κώλυμα

장애가

κωλύματε

장애들이

κωλύματα

장애들이

속격 κωλύματος

장애의

κωλυμάτοιν

장애들의

κωλυμάτων

장애들의

여격 κωλύματι

장애에게

κωλυμάτοιν

장애들에게

κωλύμασι(ν)

장애들에게

대격 κώλυμα

장애를

κωλύματε

장애들을

κωλύματα

장애들을

호격 κώλυμα

장애야

κωλύματε

장애들아

κωλύματα

장애들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἅπαντες γὰρ τῷδ ἐπιτοξάζονται καθάπερ τι κώλυμα καὶ ἐμπόδιον προορώμενοι, καὶ ἕκαστος οἰέται πρῶτος αὐτὸς ἔσεσθαι τὸν κορυφαῖον ἐκεῖνον ἐκπολιορκήσας καὶ τῆς φιλίας ἀποσκευασάμενος. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 12:2)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 12:2)

  • καὶ μὴν καὶ τὸν ἱδρῶτα συνέχειν δοκεῖ ἡ κόνις ἀθρόον ἐκχεόμενον ἐπιπαττομένη, καὶ ἐπὶ πολὺ διαρκεῖν ποιεῖ τὴν δύναμιν, καὶ κώλυμα γίγνεται μὴ βλάπτεσθαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων ἀραιοῖς τότε καὶ ἀνεῳγόσιν τοῖς σώμασιν ἐμπιπτόντων. (Lucian, Anacharsis, (no name) 29:3)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 29:3)

  • ἕτεροι δέ φασι πρὸς ὑπεξαίρεσιν γεγονέναι τοὔνομα τῶν δυνατῶν, ὡς τοῦ νομοθέτου τὰς δυνατὰς ἐπιτελεῖν ἱερουργίας τοὺς ἱερεῖς κελεύοντος, ἂν δὲ ᾖ τι κώλυμα μεῖζον, οὐ συκοφαντοῦντος. (Plutarch, Numa, chapter 9 2:1)

    (플루타르코스, Numa, chapter 9 2:1)

  • ὡς γάρ, εἰ κἂν ταῖς χερσί τινα σιτία κατέχοντες ἀλλήλων ἁρπάζοιμεν, εἰ μὲν ὁμοίως εἰήμεν δεόμενοι, περιγίγνεσθαι τὸν ἰσχυρότερον εἰκός, εἰ δ οὗτος μὲν ἐμπεπλησμένος εἰή καὶ διὰ τοῦτ ἀμελῶς κατέχων τὰ περιττὰ ἢ καί τινι μεταδοῦναι ποθῶν, ὁ δ ἀσθενέστερος ὀρέγοιτο δεινῶς, οὐδὲν ἂν εἰή κώλυμα τοῦ μὴ πάντα λαβεῖν αὐτόν, οὕτω καὶ ἡ γαστὴρ ἐκ τοῦ ἥπατος ἐπισπᾶται Ῥᾳδίως, ὅταν αὐτὴ μὲν ἱκανῶς ὀρέγηται τροφῆς, ἐμπεπλησμένον δ ᾖ τὸ σπλάγχνον. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1318)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 1318)

  • καὶ τοῦτο κώλυμα ὀ`ν μέγα τοῦ συμπεσεῖν τὸν ἐμφύλιον πόλεμον ἐκποδὼν ἐγεγόνει: (Plutarch, Pompey, chapter 53 6:2)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 53 6:2)

유의어

  1. 장애

  2. 예방

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION