- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κωλύω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: kōlyō 고전 발음: [꼴:뤼오:] 신약 발음: [꼴뤼오]

기본형: κωλύω κωλύσω ἐκώλυσα κεκώλυκα κεκώλυμαι ἐκωλύθην

형태분석: κωλύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 방해하다, 막다, 예방하다
  1. (with accusative of person and infinitive) to hinder, prevent someone from doing something

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωλύω

(나는) 방해한다

κωλύεις

(너는) 방해한다

κωλύει

(그는) 방해한다

쌍수 κωλύετον

(너희 둘은) 방해한다

κωλύετον

(그 둘은) 방해한다

복수 κωλύομεν

(우리는) 방해한다

κωλύετε

(너희는) 방해한다

κωλύουσι(ν)

(그들은) 방해한다

접속법단수 κωλύω

(나는) 방해하자

κωλύῃς

(너는) 방해하자

κωλύῃ

(그는) 방해하자

쌍수 κωλύητον

(너희 둘은) 방해하자

κωλύητον

(그 둘은) 방해하자

복수 κωλύωμεν

(우리는) 방해하자

κωλύητε

(너희는) 방해하자

κωλύωσι(ν)

(그들은) 방해하자

기원법단수 κωλύοιμι

(나는) 방해하기를 (바라다)

κωλύοις

(너는) 방해하기를 (바라다)

κωλύοι

(그는) 방해하기를 (바라다)

쌍수 κωλύοιτον

(너희 둘은) 방해하기를 (바라다)

κωλυοίτην

(그 둘은) 방해하기를 (바라다)

복수 κωλύοιμεν

(우리는) 방해하기를 (바라다)

κωλύοιτε

(너희는) 방해하기를 (바라다)

κωλύοιεν

(그들은) 방해하기를 (바라다)

명령법단수 κώλυε

(너는) 방해해라

κωλυέτω

(그는) 방해해라

쌍수 κωλύετον

(너희 둘은) 방해해라

κωλυέτων

(그 둘은) 방해해라

복수 κωλύετε

(너희는) 방해해라

κωλυόντων, κωλυέτωσαν

(그들은) 방해해라

부정사 κωλύειν

방해하는 것

분사 남성여성중성
κωλυων

κωλυοντος

κωλυουσα

κωλυουσης

κωλυον

κωλυοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωλύομαι

(나는) 방해된다

κωλύει, κωλύῃ

(너는) 방해된다

κωλύεται

(그는) 방해된다

쌍수 κωλύεσθον

(너희 둘은) 방해된다

κωλύεσθον

(그 둘은) 방해된다

복수 κωλυόμεθα

(우리는) 방해된다

κωλύεσθε

(너희는) 방해된다

κωλύονται

(그들은) 방해된다

접속법단수 κωλύωμαι

(나는) 방해되자

κωλύῃ

(너는) 방해되자

κωλύηται

(그는) 방해되자

쌍수 κωλύησθον

(너희 둘은) 방해되자

κωλύησθον

(그 둘은) 방해되자

복수 κωλυώμεθα

(우리는) 방해되자

κωλύησθε

(너희는) 방해되자

κωλύωνται

(그들은) 방해되자

기원법단수 κωλυοίμην

(나는) 방해되기를 (바라다)

κωλύοιο

(너는) 방해되기를 (바라다)

κωλύοιτο

(그는) 방해되기를 (바라다)

쌍수 κωλύοισθον

(너희 둘은) 방해되기를 (바라다)

κωλυοίσθην

(그 둘은) 방해되기를 (바라다)

복수 κωλυοίμεθα

(우리는) 방해되기를 (바라다)

κωλύοισθε

(너희는) 방해되기를 (바라다)

κωλύοιντο

(그들은) 방해되기를 (바라다)

명령법단수 κωλύου

(너는) 방해되어라

κωλυέσθω

(그는) 방해되어라

쌍수 κωλύεσθον

(너희 둘은) 방해되어라

κωλυέσθων

(그 둘은) 방해되어라

복수 κωλύεσθε

(너희는) 방해되어라

κωλυέσθων, κωλυέσθωσαν

(그들은) 방해되어라

부정사 κωλύεσθαι

방해되는 것

분사 남성여성중성
κωλυομενος

κωλυομενου

κωλυομενη

κωλυομενης

κωλυομενον

κωλυομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωλύσω

(나는) 방해하겠다

κωλύσεις

(너는) 방해하겠다

κωλύσει

(그는) 방해하겠다

쌍수 κωλύσετον

(너희 둘은) 방해하겠다

κωλύσετον

(그 둘은) 방해하겠다

복수 κωλύσομεν

(우리는) 방해하겠다

κωλύσετε

(너희는) 방해하겠다

κωλύσουσι(ν)

(그들은) 방해하겠다

기원법단수 κωλύσοιμι

(나는) 방해하겠기를 (바라다)

κωλύσοις

(너는) 방해하겠기를 (바라다)

κωλύσοι

(그는) 방해하겠기를 (바라다)

쌍수 κωλύσοιτον

(너희 둘은) 방해하겠기를 (바라다)

κωλυσοίτην

(그 둘은) 방해하겠기를 (바라다)

복수 κωλύσοιμεν

(우리는) 방해하겠기를 (바라다)

κωλύσοιτε

(너희는) 방해하겠기를 (바라다)

κωλύσοιεν

(그들은) 방해하겠기를 (바라다)

부정사 κωλύσειν

방해할 것

분사 남성여성중성
κωλυσων

κωλυσοντος

κωλυσουσα

κωλυσουσης

κωλυσον

κωλυσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωλύσομαι

(나는) 방해되겠다

κωλύσει, κωλύσῃ

(너는) 방해되겠다

κωλύσεται

(그는) 방해되겠다

쌍수 κωλύσεσθον

(너희 둘은) 방해되겠다

κωλύσεσθον

(그 둘은) 방해되겠다

복수 κωλυσόμεθα

(우리는) 방해되겠다

κωλύσεσθε

(너희는) 방해되겠다

κωλύσονται

(그들은) 방해되겠다

기원법단수 κωλυσοίμην

(나는) 방해되겠기를 (바라다)

κωλύσοιο

(너는) 방해되겠기를 (바라다)

κωλύσοιτο

(그는) 방해되겠기를 (바라다)

쌍수 κωλύσοισθον

(너희 둘은) 방해되겠기를 (바라다)

κωλυσοίσθην

(그 둘은) 방해되겠기를 (바라다)

복수 κωλυσοίμεθα

(우리는) 방해되겠기를 (바라다)

κωλύσοισθε

(너희는) 방해되겠기를 (바라다)

κωλύσοιντο

(그들은) 방해되겠기를 (바라다)

부정사 κωλύσεσθαι

방해될 것

분사 남성여성중성
κωλυσομενος

κωλυσομενου

κωλυσομενη

κωλυσομενης

κωλυσομενον

κωλυσομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κωλυθήσομαι

(나는) 방해되겠다

κωλυθήσῃ

(너는) 방해되겠다

κωλυθήσεται

(그는) 방해되겠다

쌍수 κωλυθήσεσθον

(너희 둘은) 방해되겠다

κωλυθήσεσθον

(그 둘은) 방해되겠다

복수 κωλυθησόμεθα

(우리는) 방해되겠다

κωλυθήσεσθε

(너희는) 방해되겠다

κωλυθήσονται

(그들은) 방해되겠다

기원법단수 κωλυθησοίμην

(나는) 방해되겠기를 (바라다)

κωλυθήσοιο

(너는) 방해되겠기를 (바라다)

κωλυθήσοιτο

(그는) 방해되겠기를 (바라다)

쌍수 κωλυθήσοισθον

(너희 둘은) 방해되겠기를 (바라다)

κωλυθησοίσθην

(그 둘은) 방해되겠기를 (바라다)

복수 κωλυθησοίμεθα

(우리는) 방해되겠기를 (바라다)

κωλυθήσοισθε

(너희는) 방해되겠기를 (바라다)

κωλυθήσοιντο

(그들은) 방해되겠기를 (바라다)

부정사 κωλυθήσεσθαι

방해될 것

분사 남성여성중성
κωλυθησομενος

κωλυθησομενου

κωλυθησομενη

κωλυθησομενης

κωλυθησομενον

κωλυθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκώλυον

(나는) 방해하고 있었다

ἐκώλυες

(너는) 방해하고 있었다

ἐκώλυε(ν)

(그는) 방해하고 있었다

쌍수 ἐκωλύετον

(너희 둘은) 방해하고 있었다

ἐκωλυέτην

(그 둘은) 방해하고 있었다

복수 ἐκωλύομεν

(우리는) 방해하고 있었다

ἐκωλύετε

(너희는) 방해하고 있었다

ἐκώλυον

(그들은) 방해하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκωλυόμην

(나는) 방해되고 있었다

ἐκωλύου

(너는) 방해되고 있었다

ἐκωλύετο

(그는) 방해되고 있었다

쌍수 ἐκωλύεσθον

(너희 둘은) 방해되고 있었다

ἐκωλυέσθην

(그 둘은) 방해되고 있었다

복수 ἐκωλυόμεθα

(우리는) 방해되고 있었다

ἐκωλύεσθε

(너희는) 방해되고 있었다

ἐκωλύοντο

(그들은) 방해되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκώλυσα

(나는) 방해했다

ἐκώλυσας

(너는) 방해했다

ἐκώλυσε(ν)

(그는) 방해했다

쌍수 ἐκωλύσατον

(너희 둘은) 방해했다

ἐκωλυσάτην

(그 둘은) 방해했다

복수 ἐκωλύσαμεν

(우리는) 방해했다

ἐκωλύσατε

(너희는) 방해했다

ἐκώλυσαν

(그들은) 방해했다

접속법단수 κωλύσω

(나는) 방해했자

κωλύσῃς

(너는) 방해했자

κωλύσῃ

(그는) 방해했자

쌍수 κωλύσητον

(너희 둘은) 방해했자

κωλύσητον

(그 둘은) 방해했자

복수 κωλύσωμεν

(우리는) 방해했자

κωλύσητε

(너희는) 방해했자

κωλύσωσι(ν)

(그들은) 방해했자

기원법단수 κωλύσαιμι

(나는) 방해했기를 (바라다)

κωλύσαις

(너는) 방해했기를 (바라다)

κωλύσαι

(그는) 방해했기를 (바라다)

쌍수 κωλύσαιτον

(너희 둘은) 방해했기를 (바라다)

κωλυσαίτην

(그 둘은) 방해했기를 (바라다)

복수 κωλύσαιμεν

(우리는) 방해했기를 (바라다)

κωλύσαιτε

(너희는) 방해했기를 (바라다)

κωλύσαιεν

(그들은) 방해했기를 (바라다)

명령법단수 κώλυσον

(너는) 방해했어라

κωλυσάτω

(그는) 방해했어라

쌍수 κωλύσατον

(너희 둘은) 방해했어라

κωλυσάτων

(그 둘은) 방해했어라

복수 κωλύσατε

(너희는) 방해했어라

κωλυσάντων

(그들은) 방해했어라

부정사 κωλύσαι

방해했는 것

분사 남성여성중성
κωλυσας

κωλυσαντος

κωλυσασα

κωλυσασης

κωλυσαν

κωλυσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκωλυσάμην

(나는) 방해되었다

ἐκωλύσω

(너는) 방해되었다

ἐκωλύσατο

(그는) 방해되었다

쌍수 ἐκωλύσασθον

(너희 둘은) 방해되었다

ἐκωλυσάσθην

(그 둘은) 방해되었다

복수 ἐκωλυσάμεθα

(우리는) 방해되었다

ἐκωλύσασθε

(너희는) 방해되었다

ἐκωλύσαντο

(그들은) 방해되었다

접속법단수 κωλύσωμαι

(나는) 방해되었자

κωλύσῃ

(너는) 방해되었자

κωλύσηται

(그는) 방해되었자

쌍수 κωλύσησθον

(너희 둘은) 방해되었자

κωλύσησθον

(그 둘은) 방해되었자

복수 κωλυσώμεθα

(우리는) 방해되었자

κωλύσησθε

(너희는) 방해되었자

κωλύσωνται

(그들은) 방해되었자

기원법단수 κωλυσαίμην

(나는) 방해되었기를 (바라다)

κωλύσαιο

(너는) 방해되었기를 (바라다)

κωλύσαιτο

(그는) 방해되었기를 (바라다)

쌍수 κωλύσαισθον

(너희 둘은) 방해되었기를 (바라다)

κωλυσαίσθην

(그 둘은) 방해되었기를 (바라다)

복수 κωλυσαίμεθα

(우리는) 방해되었기를 (바라다)

κωλύσαισθε

(너희는) 방해되었기를 (바라다)

κωλύσαιντο

(그들은) 방해되었기를 (바라다)

명령법단수 κώλυσαι

(너는) 방해되었어라

κωλυσάσθω

(그는) 방해되었어라

쌍수 κωλύσασθον

(너희 둘은) 방해되었어라

κωλυσάσθων

(그 둘은) 방해되었어라

복수 κωλύσασθε

(너희는) 방해되었어라

κωλυσάσθων

(그들은) 방해되었어라

부정사 κωλύσεσθαι

방해되었는 것

분사 남성여성중성
κωλυσαμενος

κωλυσαμενου

κωλυσαμενη

κωλυσαμενης

κωλυσαμενον

κωλυσαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκωλύθην

(나는) 방해되었다

ἐκωλύθης

(너는) 방해되었다

ἐκωλύθη

(그는) 방해되었다

쌍수 ἐκωλύθητον

(너희 둘은) 방해되었다

ἐκωλυθήτην

(그 둘은) 방해되었다

복수 ἐκωλύθημεν

(우리는) 방해되었다

ἐκωλύθητε

(너희는) 방해되었다

ἐκωλύθησαν

(그들은) 방해되었다

접속법단수 κωλύθω

(나는) 방해되었자

κωλύθῃς

(너는) 방해되었자

κωλύθῃ

(그는) 방해되었자

쌍수 κωλύθητον

(너희 둘은) 방해되었자

κωλύθητον

(그 둘은) 방해되었자

복수 κωλύθωμεν

(우리는) 방해되었자

κωλύθητε

(너희는) 방해되었자

κωλύθωσι(ν)

(그들은) 방해되었자

기원법단수 κωλυθείην

(나는) 방해되었기를 (바라다)

κωλυθείης

(너는) 방해되었기를 (바라다)

κωλυθείη

(그는) 방해되었기를 (바라다)

쌍수 κωλυθείητον

(너희 둘은) 방해되었기를 (바라다)

κωλυθειήτην

(그 둘은) 방해되었기를 (바라다)

복수 κωλυθείημεν

(우리는) 방해되었기를 (바라다)

κωλυθείητε

(너희는) 방해되었기를 (바라다)

κωλυθείησαν

(그들은) 방해되었기를 (바라다)

명령법단수 κωλύθητι

(너는) 방해되었어라

κωλυθήτω

(그는) 방해되었어라

쌍수 κωλύθητον

(너희 둘은) 방해되었어라

κωλυθήτων

(그 둘은) 방해되었어라

복수 κωλύθητε

(너희는) 방해되었어라

κωλυθέντων

(그들은) 방해되었어라

부정사 κωλυθῆναι

방해되었는 것

분사 남성여성중성
κωλυθεις

κωλυθεντος

κωλυθεισα

κωλυθεισης

κωλυθεν

κωλυθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεκώλυκα

(나는) 방해했다

κεκώλυκας

(너는) 방해했다

κεκώλυκε(ν)

(그는) 방해했다

쌍수 κεκωλύκατον

(너희 둘은) 방해했다

κεκωλύκατον

(그 둘은) 방해했다

복수 κεκωλύκαμεν

(우리는) 방해했다

κεκωλύκατε

(너희는) 방해했다

κεκωλύκασι(ν)

(그들은) 방해했다

접속법단수 κεκωλύκω

(나는) 방해했자

κεκωλύκῃς

(너는) 방해했자

κεκωλύκῃ

(그는) 방해했자

쌍수 κεκωλύκητον

(너희 둘은) 방해했자

κεκωλύκητον

(그 둘은) 방해했자

복수 κεκωλύκωμεν

(우리는) 방해했자

κεκωλύκητε

(너희는) 방해했자

κεκωλύκωσι(ν)

(그들은) 방해했자

기원법단수 κεκωλύκοιμι

(나는) 방해했기를 (바라다)

κεκωλύκοις

(너는) 방해했기를 (바라다)

κεκωλύκοι

(그는) 방해했기를 (바라다)

쌍수 κεκωλύκοιτον

(너희 둘은) 방해했기를 (바라다)

κεκωλυκοίτην

(그 둘은) 방해했기를 (바라다)

복수 κεκωλύκοιμεν

(우리는) 방해했기를 (바라다)

κεκωλύκοιτε

(너희는) 방해했기를 (바라다)

κεκωλύκοιεν

(그들은) 방해했기를 (바라다)

명령법단수 κεκώλυκε

(너는) 방해했어라

κεκωλυκέτω

(그는) 방해했어라

쌍수 κεκωλύκετον

(너희 둘은) 방해했어라

κεκωλυκέτων

(그 둘은) 방해했어라

복수 κεκωλύκετε

(너희는) 방해했어라

κεκωλυκόντων

(그들은) 방해했어라

부정사 κεκωλυκέναι

방해했는 것

분사 남성여성중성
κεκωλυκως

κεκωλυκοντος

κεκωλυκυια

κεκωλυκυιας

κεκωλυκον

κεκωλυκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεκώλυμαι

(나는) 방해되었다

κεκώλυσαι

(너는) 방해되었다

κεκώλυται

(그는) 방해되었다

쌍수 κεκώλυσθον

(너희 둘은) 방해되었다

κεκώλυσθον

(그 둘은) 방해되었다

복수 κεκωλύμεθα

(우리는) 방해되었다

κεκώλυσθε

(너희는) 방해되었다

κεκωλύαται

(그들은) 방해되었다

명령법단수 κεκώλυσο

(너는) 방해되었어라

κεκωλύσθω

(그는) 방해되었어라

쌍수 κεκώλυσθον

(너희 둘은) 방해되었어라

κεκωλύσθων

(그 둘은) 방해되었어라

복수 κεκώλυσθε

(너희는) 방해되었어라

κεκωλύσθων

(그들은) 방해되었어라

부정사 κεκώλυσθαι

방해되었는 것

분사 남성여성중성
κεκωλυμενος

κεκωλυμενου

κεκωλυμενη

κεκωλυμενης

κεκωλυμενον

κεκωλυμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἄκουσον δὲ ἡμῶν. βασιλεὺς παρὰ Θεοῦ σὺ εἶ ἐν ἡμῖν. ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς μνημείοις ἡμῶν θάψον τὸν νεκρόν σου. οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὐ μὴ κωλύσει τὸ μνημεῖον αὐτοῦ ἀπὸ σοῦ τοῦ θάψαι τὸν νεκρόν σου ἐκεῖ. (Septuagint, Liber Genesis 23:6)

    (70인역 성경, 창세기 23:6)

  • καὶ ἐγὼ ποῦ ἀποίσω τὸ ὄνειδός μου; καὶ σὺ ἔσῃ ὡς εἷς τῶν ἀφρόνων ἐν Ἰσραήλ. καὶ νῦν λάλησον δὴ πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι οὐ μὴ κωλύσῃ με ἀπὸ σοῦ. (Septuagint, Liber II Samuelis 13:13)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 13:13)

  • τότε ἀναγνωσθέντων τῶν παρὰ τοῦ βασιλέως Ἀρταξέρξου γραφέντων, Ράθυμος καὶ Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ τούτοις συντασσόμενοι ἀναζεύξαντες εἰς Ἱερουσαλὴμ κατὰ σπουδὴν μεθ᾿ ἵππου καὶ ὄχλου παρατάξεως, ἤρξαντο κωλύειν τοὺς οἰκοδομοῦντας. καὶ ἤργει ἡ οἰκοδομὴ τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ μέχρι τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς βασιλείας Δαρείου τοῦ Περσῶν βασιλέως. (Septuagint, Liber Esdrae I 2:25)

    (70인역 성경, 에즈라기 2:25)

  • τούτων δὲ οἰκονομουμένων φήμη δυσμενὴς ἐξηχεῖτο κατὰ τοῦ γένους ἀνθρώποις συμφρονοῦσιν εἰς κακοποίησιν, ἀφορμῆς διδομένης εἰς διάθεσιν, ὡς ἂν ἀπὸ τῶν νομίμων αὐτοὺς κωλυόντων. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:2)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 3:2)

  • εὐηγγελισάμην δικαιοσύνην ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ. ἰδοὺ τὰ χείλη μου οὐ μὴ κωλύσω. Κύριε, σὺ ἔγνως. (Septuagint, Liber Psalmorum 39:10)

    (70인역 성경, 시편 39:10)

  • καὶ δὴ τὸ ἐν πρώτῳ μὲν δρόμῳ, ὁσάκις φίλον, ἀνακαλεῖν οὐ κωλύω: (Arrian, Cynegeticus, chapter 17 2:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 17 2:1)

  • ἀτὰρ μή τι κωλύω μιμούμενος ἐγὼ ἐκεῖνον, ἐὰν σοῦ ἀποκρινομένου ἀντιλαμβάνωμαι τῶν λόγων, ἵνα ὅτι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς· (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 37:1)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 37:1)

  • "σοφιστὴν δὲ κωλύω συγκατακλίνεσθαι σοφιστῇ καὶ ποιητὴν ποιητῇ πτωχὸς γὰρ πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 29:7)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 1, 29:7)

  • τίνα γὰρ αὐτῶν ἐγὼ κωλύω ἢ λέγειν εἴ τίς τι ἀγαθὸν δύναται ἐν ὑμῖν, ἢ μάχεσθαι εἴ τις ἐθέλει ὑπὲρ ὑμῶν τε καὶ ἑαυτοῦ, ἢ ἐγρηγορέναι περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον· (Xenophon, Anabasis, , chapter 7 12:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 7 12:3)

  • ἐμοὶ μὲν ἀρκεῖ οἴκοι μένειν, καὶ εἴτε Λύσανδρος εἴτε ἄλλος τις ἐμπειρότερος περὶ τὰ ναυτικὰ βούλεται εἶναι, οὐ κωλύω τὸ κατ ἐμέ: (Xenophon, Hellenica, , chapter 6 7:1)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 6 7:1)

유의어

  1. 방해하다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION