- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλίσις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: klisis 고전 발음: [리시] 신약 발음: [리시]

기본형: κλίσις κλίσεως

형태분석: κλισι (어간) + ς (어미)

어원: κλίνω

  1. 경향, 경사, 편
  2. 드러누움, 눕기
  3. 갈이틀, 선반 세공
  1. bending, inclination
  2. a lying down; a place for lying down
  3. (of soldiers) turning
  4. (grammar) inflection (of nouns and verbs)
  5. (grammar) augment

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλίσις

경향이

κλίσει

경향들이

κλίσεις

경향들이

속격 κλίσεως

경향의

κλίσοιν

경향들의

κλίσεων

경향들의

여격 κλίσει

경향에게

κλίσοιν

경향들에게

κλίσεσι(ν)

경향들에게

대격 κλίσιν

경향을

κλίσει

경향들을

κλίσεις

경향들을

호격 κλίσι

경향아

κλίσει

경향들아

κλίσεις

경향들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συνασπισμὸς δὲ ἐπὰν ἐς τοσόνδε πυκνώσῃς τὴν φάλαγγα, ὥστε διὰ τὴν συνέχειαν μηδὲ κλίσιν τὴν ἐφ᾿ ἑκάτερα ἔτ᾿ ἐγχωρεῖν τὴν τάξιν. (Arrian, chapter 11 5:1)

    (아리아노스, chapter 11 5:1)

  • καλεῖται δὲ τὸ μέν τι κλίσις, καὶ ταύτης ἰδέαι δισσαί, ἣ μὲν ἐπὶ δόρυ, ἣ δ᾿ ἐπ᾿ ἀσπίδα: (Arrian, chapter 20 3:1)

    (아리아노스, chapter 20 3:1)

  • καὶ εἰ μὲν ἁπλῆ ἡ κλίσις, ἐς τὰ πλάγια μόνον παράγει τὴν ὄψιν: (Arrian, chapter 21 4:1)

    (아리아노스, chapter 21 4:1)

  • δύστηνος ἐγὼ τῆς βαρυδαίμονος ἄρθρων κλίσεως, ὡς διάκειμαι, νῶτ ἐν στερροῖς λέκτροισι ταθεῖς. (Euripides, The Trojan Women, choral, anapests12)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, anapests12)

  • κἀν Φιλοκτήτῃ δὲ κατὰ γενικὴν κλίσιν φαβῶν εἴρηκεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 50 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 50 1:4)

  • παρέμπτωσις ἐρυσίβης δ ἣλιοι πυριφλεγεῖς ἐπ ὄμβρῳ βαρύτητος δὲ κλίσις αὐλῶν καὶ συναγωγὴ πρὸς ἀλλήλους, ἱκανόν ἐστι τῷ τεχνίτῃ πρὸς τὸ οἰκεῖον ἔργον. (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 8 4:1)

    (플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 8 4:1)

  • Ἐπίπεδος δὲ γωνία ἐστὶν ἡ ἐν ἐπιπέδῳ δύο γραμμῶν ἁπτομένων ἀλλήλων καὶ μὴ ἐπ εὐθείας κειμένων πρὸς ἀλλήλας τῶν γραμμῶν κλίσις. (Euclid, Elements, book 1, type Def8)

    (유클리드, Elements, book 1, type Def8)

  • Εὐθείας πρὸς ἐπίπεδον κλίσις ἐστίν, ὅταν ἀπὸ τοῦ μετεώρου πέρατος τῆς εὐθείας ἐπὶ τὸ ἐπίπεδον κάθετος ἀχθῇ, καὶ ἀπὸ τοῦ γενομένου σημείου ἐπὶ τὸ ἐν τῷ ἐπιπέδῳ πέρας τῆς εὐθείας εὐθεῖα ἐπιζευχθῇ, ἡ περιεχομένη γωνία ὑπὸ τῆς ἀχθείσης καὶ τῆς ἐφεστώσης. (Euclid, Elements, book 11, type Def5)

    (유클리드, Elements, book 11, type Def5)

유의어

  1. 드러누움

  2. 갈이틀

  3. inflection

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION