- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τροπή?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: tropē 고전 발음: [로뻬:] 신약 발음: [로뻬]

기본형: τροπή τροπῆς

형태분석: τροπ (어간) + η (어미)

어원: τρέπω

  1. 갈이틀, 선반 세공
  2. 지, 동지
  1. a turning
  2. solstice
  3. trope

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 τροπή

갈이틀이

τροπά

갈이틀들이

τροπαί

갈이틀들이

속격 τροπῆς

갈이틀의

τροπαῖν

갈이틀들의

τροπῶν

갈이틀들의

여격 τροπῇ

갈이틀에게

τροπαῖν

갈이틀들에게

τροπαῖς

갈이틀들에게

대격 τροπήν

갈이틀을

τροπά

갈이틀들을

τροπάς

갈이틀들을

호격 τροπή

갈이틀아

τροπά

갈이틀들아

τροπαί

갈이틀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ λέγει. οὐκ ἔστι φωνὴ ἐξαρχόντων κατ᾿ ἰσχύν, οὐδὲ φωνὴ ἐξαρχόντων τροπῆς, ἀλλὰ φωνὴν ἐξαρχόντων οἴνου ἐγὼ ἀκούω. (Septuagint, Liber Exodus 32:18)

    (70인역 성경, 탈출기 32:18)

  • καὶ καθ᾿ ὥραν γενημάτων ἡλίου τροπῶν καὶ ἀπὸ συνόδων μηνῶν, (Septuagint, Liber Deuteronomii 33:14)

    (70인역 성경, 신명기 33:14)

  • καὶ ἐτροπώθη ὁ πόλεμος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ ὁ βασιλεὺς ἦν ἑστηκὼς ἐπὶ τοῦ ἅρματος ἐξεναντίας Συρίας ἀπὸ πρωΐ ἕως ἑσπέρας καὶ ἐπέχυνε τὸ αἷμα ἀπὸ τῆς πληγῆς εἰς τὸν κόλπον τοῦ ἅρματος. καὶ ἀπέθανεν ἑσπέρας, καὶ ἐξεπορεύετο τὸ αἷμα τῆς τροπῆς ἕως τοῦ κόλπου τοῦ ἅρματος. (Septuagint, Liber I Regum 22:35)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 22:35)

  • ἰδὼν δὲ Λυσίας τὴν γενομένην τροπὴν τῆς αὐτοῦ συντάξεως, τῆς δὲ Ἰούδα τὸ γεγενημένον θάρσος καὶ ὡς ἕτοιμοί εἰσιν ἢ ζῆν ἢ τεθνάναι γενναίως, ἀπῇρεν εἰς Ἀντιόχειαν καὶ ἐξενολόγει, καὶ πλεονάσας τὸν γενηθέντα στρατὸν ἐλογίζετο πάλιν παραγενέσθαι εἰς τὴν Ἰουδαίαν. (Septuagint, Liber Maccabees I 4:35)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 4:35)

  • καὶ ἐγενήθη τροπὴ μεγάλη ἐν τῷ λαῷ Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ ἤκουσαν Ἰούδα καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, οἰόμενοι ἀνδραγαθῆσαι. (Septuagint, Liber Maccabees I 5:61)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 5:61)

  • Καὶ Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ τρίτος εἰς δόξαν ἐν τῷ ζηλῶσαι αὐτὸν ἐν φόβῳ Κυρίου καὶ στῆναι αὐτὸν ἐν τροπῇ λαοῦ, ἐν ἀγαθότητι προθυμίας ψυχῆς αὐτοῦ. καὶ ἐξιλάσατο περὶ τοῦ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Sirach 45:23)

    (70인역 성경, Liber Sirach 45:23)

  • οὐδ ὧδέ γ αἰσχρῶς ἔπεσον ἐν τροπῇ δορός. (Euripides, Rhesus, episode18)

    (에우리피데스, Rhesus, episode18)

  • πῶς γὰρ περάσει σκόλοπας ἐν τροπῇ στρατός· (Euripides, Rhesus, episode 1:19)

    (에우리피데스, Rhesus, episode 1:19)

  • οἱ ὑπηρέται ἀνέλεσθε τὴν πήραν, ἣν ὁ Κυνικὸς ἀπέρριψεν ἐν τῇ τροπῇ. (Lucian, Piscator, (no name) 45:1)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 45:1)

유의어

  1. 갈이틀

  2. trope

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION