헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλῆσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλῆσις κλῆσεως

형태분석: κλησι (어간) + ς (어미)

어원: kale/w

  1. 울음소리
  2. 검찰, 기소
  3. 초대
  4. 이름, 성명, 명칭
  1. a calling, call
  2. a calling into court, legal summons, prosecution
  3. an invitation
  4. a name, appellation

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλῆσις

울음소리가

κλήσει

울음소리들이

κλήσεις

울음소리들이

속격 κλήσεως

울음소리의

κλήσοιν

울음소리들의

κλήσεων

울음소리들의

여격 κλήσει

울음소리에게

κλήσοιν

울음소리들에게

κλήσεσιν*

울음소리들에게

대격 κλῆσιν

울음소리를

κλήσει

울음소리들을

κλήσεις

울음소리들을

호격 κλῆσι

울음소리야

κλήσει

울음소리들아

κλήσεις

울음소리들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι ἐστὶν ἡμέρα κλήσεωσ ἀπολογουμένων ἐν ὄρεσιν Ἐφραίμ. ἀνάστητε καὶ ἀνάβητε εἰσ Σιὼν πρὸσ Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν. (Septuagint, Liber Ieremiae 38:6)

    (70인역 성경, 예레미야서 38:6)

  • τί δ’ οὗτοσ ἐκείνου διαφέρει, καὶ περὶ τῆσ κλήσεωσ, ἐν τῷ Μαρκέλλου βίῳ γέγραπται. (Plutarch, chapter 11 8:2)

    (플루타르코스, chapter 11 8:2)

  • τὸν πρὶν λαχόντα κλήσεωσ χρυσωνύμου, ὡσ τὸν θρόνον ἔχοντα Χριστοῦ κυρίου, Χριστοῦ δὲ μητρόσ, χριστοκηρύκων τύπουσ, καὶ τοῦ σοφουργοῦ Μιχαὴλ τὴν εἰκόνα. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 106 3:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 1, chapter 106 3:1)

  • οὐ μέντοι διέμεινάν γε ἀμφότεροι τῆσ ἀποικίασ ἡγεμόνεσ ὑπὲρ τῆσ ἀρχῆσ στασιάσαντεσ, ἀλλ’ ὁ περιλειφθεὶσ αὐτῶν Ῥωμύλοσ ἀπολομένου θατέρου κατὰ τὴν μάχην οἰκιστὴσ γίνεται τῆσ πόλεωσ καὶ τοὔνομα αὐτῇ τῆσ ἰδίασ κλήσεωσ ἐπώνυμον τίθεται. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 2 5:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 2 5:1)

  • οἱ μὲν οὖν συναγωνιζόμενοι Μαρκίῳ ταύτην ἠξίουν καλεῖν τὴν ἀπὸ τῶν τιμημάτων ἐκκλησίαν ὑπολαμβάνοντεσ τάχα μὲν ἐπὶ τῆσ πρώτησ κλήσεωσ ὑπὸ τῶν ὀκτὼ καὶ ἐνενήκοντα λόχων ἀπολυθήσεσθαι τὸν ἄνδρα, εἰ δὲ μή γ’ ὑπὸ τῆσ δευτέρασ ἢ τρίτησ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 59 14:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 7, chapter 59 14:1)

유의어

  1. 울음소리

  2. 이름

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION