헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατατρέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατατρέχω καταδραμοῦμαι κατέδραμον

형태분석: κατα (접두사) + τρέχ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흘러내리다, 흘러 내려가다
  2. 빼앗다, 훔치다, 잡치다
  1. to run down
  2. to run to land, to disembark in haste, to come to a haven in
  3. to overrun, ravage

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρέχω

(나는) 흘러내린다

κατατρέχεις

(너는) 흘러내린다

κατατρέχει

(그는) 흘러내린다

쌍수 κατατρέχετον

(너희 둘은) 흘러내린다

κατατρέχετον

(그 둘은) 흘러내린다

복수 κατατρέχομεν

(우리는) 흘러내린다

κατατρέχετε

(너희는) 흘러내린다

κατατρέχουσιν*

(그들은) 흘러내린다

접속법단수 κατατρέχω

(나는) 흘러내리자

κατατρέχῃς

(너는) 흘러내리자

κατατρέχῃ

(그는) 흘러내리자

쌍수 κατατρέχητον

(너희 둘은) 흘러내리자

κατατρέχητον

(그 둘은) 흘러내리자

복수 κατατρέχωμεν

(우리는) 흘러내리자

κατατρέχητε

(너희는) 흘러내리자

κατατρέχωσιν*

(그들은) 흘러내리자

기원법단수 κατατρέχοιμι

(나는) 흘러내리기를 (바라다)

κατατρέχοις

(너는) 흘러내리기를 (바라다)

κατατρέχοι

(그는) 흘러내리기를 (바라다)

쌍수 κατατρέχοιτον

(너희 둘은) 흘러내리기를 (바라다)

κατατρεχοίτην

(그 둘은) 흘러내리기를 (바라다)

복수 κατατρέχοιμεν

(우리는) 흘러내리기를 (바라다)

κατατρέχοιτε

(너희는) 흘러내리기를 (바라다)

κατατρέχοιεν

(그들은) 흘러내리기를 (바라다)

명령법단수 κατατρέχε

(너는) 흘러내려라

κατατρεχέτω

(그는) 흘러내려라

쌍수 κατατρέχετον

(너희 둘은) 흘러내려라

κατατρεχέτων

(그 둘은) 흘러내려라

복수 κατατρέχετε

(너희는) 흘러내려라

κατατρεχόντων, κατατρεχέτωσαν

(그들은) 흘러내려라

부정사 κατατρέχειν

흘러내리는 것

분사 남성여성중성
κατατρεχων

κατατρεχοντος

κατατρεχουσα

κατατρεχουσης

κατατρεχον

κατατρεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατρέχομαι

(나는) 흘러내려진다

κατατρέχει, κατατρέχῃ

(너는) 흘러내려진다

κατατρέχεται

(그는) 흘러내려진다

쌍수 κατατρέχεσθον

(너희 둘은) 흘러내려진다

κατατρέχεσθον

(그 둘은) 흘러내려진다

복수 κατατρεχόμεθα

(우리는) 흘러내려진다

κατατρέχεσθε

(너희는) 흘러내려진다

κατατρέχονται

(그들은) 흘러내려진다

접속법단수 κατατρέχωμαι

(나는) 흘러내려지자

κατατρέχῃ

(너는) 흘러내려지자

κατατρέχηται

(그는) 흘러내려지자

쌍수 κατατρέχησθον

(너희 둘은) 흘러내려지자

κατατρέχησθον

(그 둘은) 흘러내려지자

복수 κατατρεχώμεθα

(우리는) 흘러내려지자

κατατρέχησθε

(너희는) 흘러내려지자

κατατρέχωνται

(그들은) 흘러내려지자

기원법단수 κατατρεχοίμην

(나는) 흘러내려지기를 (바라다)

κατατρέχοιο

(너는) 흘러내려지기를 (바라다)

κατατρέχοιτο

(그는) 흘러내려지기를 (바라다)

쌍수 κατατρέχοισθον

(너희 둘은) 흘러내려지기를 (바라다)

κατατρεχοίσθην

(그 둘은) 흘러내려지기를 (바라다)

복수 κατατρεχοίμεθα

(우리는) 흘러내려지기를 (바라다)

κατατρέχοισθε

(너희는) 흘러내려지기를 (바라다)

κατατρέχοιντο

(그들은) 흘러내려지기를 (바라다)

명령법단수 κατατρέχου

(너는) 흘러내려져라

κατατρεχέσθω

(그는) 흘러내려져라

쌍수 κατατρέχεσθον

(너희 둘은) 흘러내려져라

κατατρεχέσθων

(그 둘은) 흘러내려져라

복수 κατατρέχεσθε

(너희는) 흘러내려져라

κατατρεχέσθων, κατατρεχέσθωσαν

(그들은) 흘러내려져라

부정사 κατατρέχεσθαι

흘러내려지는 것

분사 남성여성중성
κατατρεχομενος

κατατρεχομενου

κατατρεχομενη

κατατρεχομενης

κατατρεχομενον

κατατρεχομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταδραμοῦμαι

(나는) 흘러내리겠다

καταδραμεῖ, καταδραμῇ

(너는) 흘러내리겠다

καταδραμεῖται

(그는) 흘러내리겠다

쌍수 καταδραμεῖσθον

(너희 둘은) 흘러내리겠다

καταδραμεῖσθον

(그 둘은) 흘러내리겠다

복수 καταδραμούμεθα

(우리는) 흘러내리겠다

καταδραμεῖσθε

(너희는) 흘러내리겠다

καταδραμοῦνται

(그들은) 흘러내리겠다

기원법단수 καταδραμοίμην

(나는) 흘러내리겠기를 (바라다)

καταδραμοῖο

(너는) 흘러내리겠기를 (바라다)

καταδραμοῖτο

(그는) 흘러내리겠기를 (바라다)

쌍수 καταδραμοῖσθον

(너희 둘은) 흘러내리겠기를 (바라다)

καταδραμοίσθην

(그 둘은) 흘러내리겠기를 (바라다)

복수 καταδραμοίμεθα

(우리는) 흘러내리겠기를 (바라다)

καταδραμοῖσθε

(너희는) 흘러내리겠기를 (바라다)

καταδραμοῖντο

(그들은) 흘러내리겠기를 (바라다)

부정사 καταδραμεῖσθαι

흘러내릴 것

분사 남성여성중성
καταδραμουμενος

καταδραμουμενου

καταδραμουμενη

καταδραμουμενης

καταδραμουμενον

καταδραμουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέτρεχον

(나는) 흘러내리고 있었다

κατέτρεχες

(너는) 흘러내리고 있었다

κατέτρεχεν*

(그는) 흘러내리고 있었다

쌍수 κατετρέχετον

(너희 둘은) 흘러내리고 있었다

κατετρεχέτην

(그 둘은) 흘러내리고 있었다

복수 κατετρέχομεν

(우리는) 흘러내리고 있었다

κατετρέχετε

(너희는) 흘러내리고 있었다

κατέτρεχον

(그들은) 흘러내리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατετρεχόμην

(나는) 흘러내려지고 있었다

κατετρέχου

(너는) 흘러내려지고 있었다

κατετρέχετο

(그는) 흘러내려지고 있었다

쌍수 κατετρέχεσθον

(너희 둘은) 흘러내려지고 있었다

κατετρεχέσθην

(그 둘은) 흘러내려지고 있었다

복수 κατετρεχόμεθα

(우리는) 흘러내려지고 있었다

κατετρέχεσθε

(너희는) 흘러내려지고 있었다

κατετρέχοντο

(그들은) 흘러내려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέδραμον

(나는) 흘러내렸다

κατέδραμες

(너는) 흘러내렸다

κατέδραμεν*

(그는) 흘러내렸다

쌍수 κατεδράμετον

(너희 둘은) 흘러내렸다

κατεδραμέτην

(그 둘은) 흘러내렸다

복수 κατεδράμομεν

(우리는) 흘러내렸다

κατεδράμετε

(너희는) 흘러내렸다

κατέδραμον

(그들은) 흘러내렸다

명령법단수 καταδράμε

(너는) 흘러내렸어라

καταδραμέτω

(그는) 흘러내렸어라

쌍수 καταδράμετον

(너희 둘은) 흘러내렸어라

καταδραμέτων

(그 둘은) 흘러내렸어라

복수 καταδράμετε

(너희는) 흘러내렸어라

καταδραμόντων

(그들은) 흘러내렸어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 흘러내리다

  2. 빼앗다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION