헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταστένω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταστένω

형태분석: κατα (접두사) + στέν (어간) + ω (인칭어미)

  1. to sigh over or lament

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστένω

καταστένεις

καταστένει

쌍수 καταστένετον

καταστένετον

복수 καταστένομεν

καταστένετε

καταστένουσιν*

접속법단수 καταστένω

καταστένῃς

καταστένῃ

쌍수 καταστένητον

καταστένητον

복수 καταστένωμεν

καταστένητε

καταστένωσιν*

기원법단수 καταστένοιμι

καταστένοις

καταστένοι

쌍수 καταστένοιτον

καταστενοίτην

복수 καταστένοιμεν

καταστένοιτε

καταστένοιεν

명령법단수 καταστένε

καταστενέτω

쌍수 καταστένετον

καταστενέτων

복수 καταστένετε

καταστενόντων, καταστενέτωσαν

부정사 καταστένειν

분사 남성여성중성
καταστενων

καταστενοντος

καταστενουσα

καταστενουσης

καταστενον

καταστενοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταστένομαι

καταστένει, καταστένῃ

καταστένεται

쌍수 καταστένεσθον

καταστένεσθον

복수 καταστενόμεθα

καταστένεσθε

καταστένονται

접속법단수 καταστένωμαι

καταστένῃ

καταστένηται

쌍수 καταστένησθον

καταστένησθον

복수 καταστενώμεθα

καταστένησθε

καταστένωνται

기원법단수 καταστενοίμην

καταστένοιο

καταστένοιτο

쌍수 καταστένοισθον

καταστενοίσθην

복수 καταστενοίμεθα

καταστένοισθε

καταστένοιντο

명령법단수 καταστένου

καταστενέσθω

쌍수 καταστένεσθον

καταστενέσθων

복수 καταστένεσθε

καταστενέσθων, καταστενέσθωσαν

부정사 καταστένεσθαι

분사 남성여성중성
καταστενομενος

καταστενομενου

καταστενομενη

καταστενομενης

καταστενομενον

καταστενομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἆρ’ οὐκ ἐλάσσω τῶν ἐμῶν ἔχειν κακῶν Πολυξένησ ὄλεθροσ, ἣν καταστένεισ; (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 3:4)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 3:4)

  • ἃ κἂν θεῶν τισ, εἰ μάθοι, καταστένοι. (Euripides, Heracles, episode, lyric 1:25)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 1:25)

  • τούτων ἕκατι σὰσ καταστένω τύχασ. (Euripides, Heracles, episode, lyric 2:17)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 2:17)

  • κἀγὼ κατῴκτιρ’, ὡσ γυναῖκα δεῖ ξένην ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶσ καταστένειν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 2:26)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 2:26)

  • ἄγαμοσ ἄτεκνοσ, ὦ πόσι, καταστένει γάμον ἄγαμον <ἐμόν>. (Euripides, Helen, episode, lyric 1:29)

    (에우리피데스, Helen, episode, lyric 1:29)

  • ὦ δῶμα, τῇ μέν σ’ ἡδέωσ προσδέρκομαι Τροίαθεν ἐλθών, τῇ δ’ ἰδὼν καταστένω· (Euripides, episode, iambic 1:1)

    (에우리피데스, episode, iambic 1:1)

유의어

  1. to sigh over or lament

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION