καταπλέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καταπλέω
καταπλεύσομαι
형태분석:
κατα
(접두사)
+
πλέϝ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 끼다, 집어넣다, 담기다, 넣다
- to sail down
- to sail from the high sea to shore, sail to land, put in, having, come ashore
- to sail down stream
- to sail back
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐπειδὴ γὰρ ἀφίκοντο δεῦρο, εἰσ μὲν τὸ ὑμέτερον ἐμπόριον οὐ καταπλέουσιν, εἰσ φωρῶν δὲ λιμένα ὁρμίζονται, ὅσ ἐστιν ἔξω τῶν σημείων τοῦ ὑμετέρου ἐμπορίου, καὶ ἔστιν ὅμοιον εἰσ φωρῶν λιμένα ὁρμίσασθαι, ὥσπερ ἂν εἴ τισ εἰσ Αἴγιναν ἢ εἰσ Μέγαρα ὁρμίσαιτο· (Demosthenes, Speeches 31-40, 45:3)
(데모스테네스, Speeches 31-40, 45:3)
- ἐκ τούτου καταπλέουσιν εἰσ τὴν πόλιν παρὰ Διονυσίου τριήρεισ Νύψιον ἄγουσαι τὸν Νεαπολίτην, σῖτον καὶ χρήματα κομίζοντα τοῖσ πολιορκουμένοισ. (Plutarch, Dion, chapter 41 1:1)
(플루타르코스, Dion, chapter 41 1:1)
- ἐν τούτῳ δὲ Καρχηδόνιοι καταπλέουσιν εἰσ τὸ Λιλύβαιον ἄγοντεσ ἑπτὰ μυριάδασ στρατοῦ καὶ τριήρεισ διακοσίασ καὶ πλοῖα χίλια κομίζοντα μηχανὰσ καὶ τέθριππα καὶ σῖτον ἄφθονον καὶ τὴν ἄλλην παρασκευήν, ὡσ οὐκέτι ποιησόμενοι κατὰ μέροσ τὸν πόλεμον, ἀλλ’ ὁμοῦ πάσησ Σικελίασ ἐξελάσοντεσ τοὺσ Ἕλληνασ· (Plutarch, Timoleon, chapter 25 1:1)
(플루타르코스, Timoleon, chapter 25 1:1)
- καὶ τὸ μὲν ἀριστερὸν αὐτοῦ μέροσ πέφρακται χειροκμήτοισ σκέλεσιν, ἐν δεξιᾷ δὲ ἡ προσαγορευομένη Φάροσ νῆσοσ πρόκειται, πύργον ἔχουσα μέγιστον ἐκπυρσεύοντα τοῖσ καταπλέουσιν ἐπὶ τριακοσίουσ σταδίουσ, ὡσ ἐν νυκτὶ πόρρωθεν ὁρμίζοιντο πρὸσ τὴν δυσχέρειαν τοῦ κατάπλου. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 694:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 694:1)
- ἡ μὲν οὖν πόλισ οὐ μεγάλη, κάλλιστα δὲ πασῶν συνῳκισμένη καὶ ἰδέσθαι τοῖσ καταπλέουσιν ἡδίστη. (Strabo, Geography, Book 14, chapter 2 37:3)
(스트라본, 지리학, Book 14, chapter 2 37:3)
유의어
-
to sail down
-
끼다
-
to sail down stream
-
to sail back
파생어
- ἀναπλέω (to sail up, to go up stream, to put out to sea)
- ἀντεκπλέω (to sail out against)
- ἀντιπαραπλέω (to sail along on the other side)
- ἀντιπεριπλέω (to sail round on the other side)
- ἀντιπλέω (to sail against)
- ἀποπλέω (to sail away, sail off)
- διαπλέω (만들다, 하다, 제작하다)
- διεκπλέω (to sail out through, to sail out, to break the enemy's line by sailing through it)
- εἰσπλέω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐκπεριπλέω (to sail out round)
- ἐκπλέω (나가다, 사귀다)
- ἐμπλέω (to sail in, the crews)
- ἐπαναπλέω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- ἐπεισπλέω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπιπλέω (to sail upon or over, to sail against, to attack by sea)
- παραπλέω (to sail by or past, sailed past or through, sailing past)
- περιπλέω (to sail or swim round, of many voyages)
- πλέω (항해하다, 달리다, 뜨다)
- προσπλέω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)