καταπλέω?
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: katapleō
고전 발음: [까따쁠레오:]
신약 발음: [까따쁠래오]
기본형:
καταπλέω
καταπλεύσομαι
형태분석:
κατα
(접두사)
+
πλέϝ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 끼다, 집어넣다, 담기다, 넣다
- to sail down
- to sail from the high sea to shore, sail to land, put in, having, come ashore
- to sail down stream
- to sail back
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τούτοις δὲ προστέτακται τῶν τ ἐμπορίων ἐπιμελεῖσθαι, καὶ τοῦ σίτου τοῦ καταπλέοντος εἰς τὸ σιτικὸν ἐμπόριον τὰ δύο μέρη τοὺς ἐμπόρους ἀναγκάζειν εἰς τὸ ἄστυ κομίζειν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 51 4:2)
(아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 51 4:2)
- εἰς δὲ Κόρινθον τοῦ στόλου καταπλέοντος ἥ τε κάλπις ἐκ πρύμνης περιφανὴς ἑωρᾶτο πορφύρᾳ βασιλικῇ καὶ διαδήματι κεκοσμημένη, καὶ παρειστήκεισαν ἐν ὅπλοις νεανίσκοι δορυφοροῦντες. (Plutarch, Demetrius, chapter 53 2:2)
(플루타르코스, Demetrius, chapter 53 2:2)
- καταπλέοντος δ αὐτοῦ ὅ τε ἐκ τοῦ Πειραιῶς καὶ ὁ ἐκ τοῦ ἄστεως ὄχλος ἡθροίσθη πρὸς τὰς ναῦς, θαυμάζοντες καὶ ἰδεῖν βουλόμενοι τὸν Ἀλκιβιάδην, λέγοντες ὅτι οἱ μὲν ὡς κράτιστος εἰή τῶν πολιτῶν καὶ μόνος ἀπελογήθη ὡς οὐ δικαίως φύγοι, ἐπιβουλευθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν ἔλαττον ἐκείνου δυναμένων μοχθηρότερά τε λεγόντων καὶ πρὸς τὸ αὑτῶν ἴδιον κέρδος πολιτευόντων, ἐκείνου ἀεὶ τὸ κοινὸν αὔξοντος καὶ ἀπὸ τῶν αὑτοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ τῆς πόλεως δυνατοῦ: (Xenophon, Hellenica, , chapter 4 15:1)
(크세노폰, Hellenica, , chapter 4 15:1)
- καθ ὃν δὴ χρόνον τῶν Σελινουντίων τινὲς ἱππέων περὶ τοὺς τόπους διατρίβοντες, καὶ τὸ μέγεθος τοῦ καταπλέοντος στόλου θεασάμενοι, ταχέως τοῖς πολίταις τὴν τῶν πολεμίων παρουσίαν ἐδήλωσαν. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 54 4:1)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 54 4:1)
유의어
-
to sail down
-
끼다
-
to sail down stream
-
to sail back
파생어
- ἀναπλέω (to sail up, to go up stream, to put out to sea)
- ἀντεκπλέω (to sail out against)
- ἀντιπαραπλέω (to sail along on the other side)
- ἀντιπεριπλέω (to sail round on the other side)
- ἀντιπλέω (to sail against)
- ἀποπλέω (to sail away, sail off)
- διαπλέω (만들다, 하다, 제작하다)
- διεκπλέω (to sail out through, to sail out, to break the enemy's line by sailing through it)
- εἰσπλέω (들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다)
- ἐκπεριπλέω (to sail out round)
- ἐκπλέω (나가다, 사귀다)
- ἐμπλέω (to sail in, the crews)
- ἐπαναπλέω (둘러보다, 살펴보다, 무서워하다)
- ἐπεισπλέω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπιπλέω (to sail upon or over, to sail against, to attack by sea)
- παραπλέω (to sail by or past, sailed past or through, sailing past)
- περιπλέω (to sail or swim round, of many voyages)
- πλέω (항해하다, 달리다, 뜨다)
- προσπλέω (안에 넣다, 나타나다, 맞서서 빛나다)