헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμένω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμένω καταμενῶ κατέμεινα

형태분석: κατα (접두사) + μέν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 머무르다, 남다, 묵다
  2. 계속하다, 유지하다, 계속되다
  1. to stay behind, stay
  2. to remain fixed, continue

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμένω

(나는) 머무른다

καταμένεις

(너는) 머무른다

καταμένει

(그는) 머무른다

쌍수 καταμένετον

(너희 둘은) 머무른다

καταμένετον

(그 둘은) 머무른다

복수 καταμένομεν

(우리는) 머무른다

καταμένετε

(너희는) 머무른다

καταμένουσιν*

(그들은) 머무른다

접속법단수 καταμένω

(나는) 머무르자

καταμένῃς

(너는) 머무르자

καταμένῃ

(그는) 머무르자

쌍수 καταμένητον

(너희 둘은) 머무르자

καταμένητον

(그 둘은) 머무르자

복수 καταμένωμεν

(우리는) 머무르자

καταμένητε

(너희는) 머무르자

καταμένωσιν*

(그들은) 머무르자

기원법단수 καταμένοιμι

(나는) 머무르기를 (바라다)

καταμένοις

(너는) 머무르기를 (바라다)

καταμένοι

(그는) 머무르기를 (바라다)

쌍수 καταμένοιτον

(너희 둘은) 머무르기를 (바라다)

καταμενοίτην

(그 둘은) 머무르기를 (바라다)

복수 καταμένοιμεν

(우리는) 머무르기를 (바라다)

καταμένοιτε

(너희는) 머무르기를 (바라다)

καταμένοιεν

(그들은) 머무르기를 (바라다)

명령법단수 καταμένε

(너는) 머물러라

καταμενέτω

(그는) 머물러라

쌍수 καταμένετον

(너희 둘은) 머물러라

καταμενέτων

(그 둘은) 머물러라

복수 καταμένετε

(너희는) 머물러라

καταμενόντων, καταμενέτωσαν

(그들은) 머물러라

부정사 καταμένειν

머무르는 것

분사 남성여성중성
καταμενων

καταμενοντος

καταμενουσα

καταμενουσης

καταμενον

καταμενοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμένομαι

(나는) 머물러진다

καταμένει, καταμένῃ

(너는) 머물러진다

καταμένεται

(그는) 머물러진다

쌍수 καταμένεσθον

(너희 둘은) 머물러진다

καταμένεσθον

(그 둘은) 머물러진다

복수 καταμενόμεθα

(우리는) 머물러진다

καταμένεσθε

(너희는) 머물러진다

καταμένονται

(그들은) 머물러진다

접속법단수 καταμένωμαι

(나는) 머물러지자

καταμένῃ

(너는) 머물러지자

καταμένηται

(그는) 머물러지자

쌍수 καταμένησθον

(너희 둘은) 머물러지자

καταμένησθον

(그 둘은) 머물러지자

복수 καταμενώμεθα

(우리는) 머물러지자

καταμένησθε

(너희는) 머물러지자

καταμένωνται

(그들은) 머물러지자

기원법단수 καταμενοίμην

(나는) 머물러지기를 (바라다)

καταμένοιο

(너는) 머물러지기를 (바라다)

καταμένοιτο

(그는) 머물러지기를 (바라다)

쌍수 καταμένοισθον

(너희 둘은) 머물러지기를 (바라다)

καταμενοίσθην

(그 둘은) 머물러지기를 (바라다)

복수 καταμενοίμεθα

(우리는) 머물러지기를 (바라다)

καταμένοισθε

(너희는) 머물러지기를 (바라다)

καταμένοιντο

(그들은) 머물러지기를 (바라다)

명령법단수 καταμένου

(너는) 머물러져라

καταμενέσθω

(그는) 머물러져라

쌍수 καταμένεσθον

(너희 둘은) 머물러져라

καταμενέσθων

(그 둘은) 머물러져라

복수 καταμένεσθε

(너희는) 머물러져라

καταμενέσθων, καταμενέσθωσαν

(그들은) 머물러져라

부정사 καταμένεσθαι

머물러지는 것

분사 남성여성중성
καταμενομενος

καταμενομενου

καταμενομενη

καταμενομενης

καταμενομενον

καταμενομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέμενον

(나는) 머무르고 있었다

κατέμενες

(너는) 머무르고 있었다

κατέμενεν*

(그는) 머무르고 있었다

쌍수 κατεμένετον

(너희 둘은) 머무르고 있었다

κατεμενέτην

(그 둘은) 머무르고 있었다

복수 κατεμένομεν

(우리는) 머무르고 있었다

κατεμένετε

(너희는) 머무르고 있었다

κατέμενον

(그들은) 머무르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμενόμην

(나는) 머물러지고 있었다

κατεμένου

(너는) 머물러지고 있었다

κατεμένετο

(그는) 머물러지고 있었다

쌍수 κατεμένεσθον

(너희 둘은) 머물러지고 있었다

κατεμενέσθην

(그 둘은) 머물러지고 있었다

복수 κατεμενόμεθα

(우리는) 머물러지고 있었다

κατεμένεσθε

(너희는) 머물러지고 있었다

κατεμένοντο

(그들은) 머물러지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέμεινα

(나는) 머물렀다

κατέμεινας

(너는) 머물렀다

κατέμεινεν*

(그는) 머물렀다

쌍수 κατεμείνατον

(너희 둘은) 머물렀다

κατεμεινάτην

(그 둘은) 머물렀다

복수 κατεμείναμεν

(우리는) 머물렀다

κατεμείνατε

(너희는) 머물렀다

κατέμειναν

(그들은) 머물렀다

접속법단수 καταμείνω

(나는) 머물렀자

καταμείνῃς

(너는) 머물렀자

καταμείνῃ

(그는) 머물렀자

쌍수 καταμείνητον

(너희 둘은) 머물렀자

καταμείνητον

(그 둘은) 머물렀자

복수 καταμείνωμεν

(우리는) 머물렀자

καταμείνητε

(너희는) 머물렀자

καταμείνωσιν*

(그들은) 머물렀자

기원법단수 καταμείναιμι

(나는) 머물렀기를 (바라다)

καταμείναις

(너는) 머물렀기를 (바라다)

καταμείναι

(그는) 머물렀기를 (바라다)

쌍수 καταμείναιτον

(너희 둘은) 머물렀기를 (바라다)

καταμειναίτην

(그 둘은) 머물렀기를 (바라다)

복수 καταμείναιμεν

(우리는) 머물렀기를 (바라다)

καταμείναιτε

(너희는) 머물렀기를 (바라다)

καταμείναιεν

(그들은) 머물렀기를 (바라다)

명령법단수 καταμείνον

(너는) 머물렀어라

καταμεινάτω

(그는) 머물렀어라

쌍수 καταμείνατον

(너희 둘은) 머물렀어라

καταμεινάτων

(그 둘은) 머물렀어라

복수 καταμείνατε

(너희는) 머물렀어라

καταμεινάντων

(그들은) 머물렀어라

부정사 καταμείναι

머물렀는 것

분사 남성여성중성
καταμεινᾱς

καταμειναντος

καταμεινᾱσα

καταμεινᾱσης

καταμειναν

καταμειναντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμεινάμην

(나는) 머물러졌다

κατεμείνω

(너는) 머물러졌다

κατεμείνατο

(그는) 머물러졌다

쌍수 κατεμείνασθον

(너희 둘은) 머물러졌다

κατεμεινάσθην

(그 둘은) 머물러졌다

복수 κατεμεινάμεθα

(우리는) 머물러졌다

κατεμείνασθε

(너희는) 머물러졌다

κατεμείναντο

(그들은) 머물러졌다

접속법단수 καταμείνωμαι

(나는) 머물러졌자

καταμείνῃ

(너는) 머물러졌자

καταμείνηται

(그는) 머물러졌자

쌍수 καταμείνησθον

(너희 둘은) 머물러졌자

καταμείνησθον

(그 둘은) 머물러졌자

복수 καταμεινώμεθα

(우리는) 머물러졌자

καταμείνησθε

(너희는) 머물러졌자

καταμείνωνται

(그들은) 머물러졌자

기원법단수 καταμειναίμην

(나는) 머물러졌기를 (바라다)

καταμείναιο

(너는) 머물러졌기를 (바라다)

καταμείναιτο

(그는) 머물러졌기를 (바라다)

쌍수 καταμείναισθον

(너희 둘은) 머물러졌기를 (바라다)

καταμειναίσθην

(그 둘은) 머물러졌기를 (바라다)

복수 καταμειναίμεθα

(우리는) 머물러졌기를 (바라다)

καταμείναισθε

(너희는) 머물러졌기를 (바라다)

καταμείναιντο

(그들은) 머물러졌기를 (바라다)

명령법단수 καταμείναι

(너는) 머물러졌어라

καταμεινάσθω

(그는) 머물러졌어라

쌍수 καταμείνασθον

(너희 둘은) 머물러졌어라

καταμεινάσθων

(그 둘은) 머물러졌어라

복수 καταμείνασθε

(너희는) 머물러졌어라

καταμεινάσθων

(그들은) 머물러졌어라

부정사 καταμείνεσθαι

머물러졌는 것

분사 남성여성중성
καταμειναμενος

καταμειναμενου

καταμειναμενη

καταμειναμενης

καταμειναμενον

καταμειναμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 머무르다

  2. 계속하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION