καρτερός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
καρτερός
καρτερή
καρτερόν
Structure:
καρτερ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- strong, staunch, stout, sturdy;, strong, the strongest
- possessed of, lord or master of
- steadfast, patient, obstinate
- strong, mighty, potent, of might, strongly contested, desperate, the extremity of, by force
- strong
- strongly, soundly
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εἰ δὲ δὴ πελάζοιεν, ἐγχρίμψαντασ ταῖσ ἀσπίσι καὶ τοῖσ ὤμοισ ἀντερείσαντασ δέχεσθαι τὴν προσβολὴν ὡσ καρτερώτατα καὶ τῇ συγκλείσει πυκνοτάτῃ τὰσ πρώτασ τρεῖσ τάξεισ συνερειδούσασ σφίσιν ὡσ βιαιότατον οἱο͂́ν τε· (Arrian, Acies Contra Alanos 35:2)
- "οὐχ ὥσπερ ἡ Ἀθηνᾶ πρὸ τοῦ Μενελάου τὸ βέλοσ εἰσ τὰ καρτερώτατα τῶν ὅπλων ὑπάγουσα, θώρακι καὶ μίτρᾳ καὶ ζωστῆρι τῆσ πληγῆσ τὸν τόνον ἀφεῖλε θιγούσησ; (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 10 1:2)
- "οὐχ ὥσπερ ἡ Ἀθηνᾶ πρὸ τοῦ Μενελάου τὸ βέλοσ εἰσ τὰ καρτερώτατα τῶν ὅπλων ὑπάγουσα, θώρακι καὶ μίτρᾳ καὶ ζωστῆρι τῆσ πληγῆσ τὸν τόνον ἀφεῖλε θιγούσησ τοῦ σώματοσ, ὅσον αἵματι πρόφασιν ῥυῆναι, ἀλλὰ γυμνὰ παρέχουσα τοῖσ βέλεσι τὰ καίρια, καὶ δι’ ὀστέων έλαύνουσα τὰσ πληγάσ, καὶ περιτρέχουσα κύκλῳ τὸ σῶμα, καὶ πολιορκοῦσα τὰσ ὄψεισ, τὰσ βάσεισ, ἐμποδίζουσα τὰσ διώξεισ, περισπῶσα τὰσ νίκασ, ἀνατρέπουσα τὰσ ἐλπίδασ. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 101)
- καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα ἕτοιμ’ ὑπείκει· (Sophocles, Ajax, episode13)
- ἣν γὰρ ἐκ προσηκόντων αὐτὸσ ἐκτήσατο δύναμιν ἐν τῇ πόλει, ταύτῃ χρώμενοσ ὑπὲρ ἄλλων οὐ δικαίωσ, ὅσον ἐκείνοισ ἰσχύοσ προσετίθει τῆσ ἑαυτοῦ δόξησ ἀφαιρῶν, ἔλαθε ῥώμῃ καὶ μεγέθει τῆσ αὐτοῦ δυνάμεωσ καταλυθείσ, καὶ καθάπερ τὰ καρτερώτατα μέρη καὶ χωρία τῶν πόλεων, ὅταν δέξηται πολεμίουσ, ἐκείνοισ προστίθησι τὴν αὑτῶν ἰσχύν, οὕτωσ διὰ τῆσ Πομπηϊού δυνάμεωσ Καῖσαρ ἐξαρθεὶσ ἐπὶ τὴν πόλιν κατὰ τῶν ἄλλων ἴσχυσε, τοῦτον ἀνέτρεψε καὶ κατέβαλεν. (Plutarch, Pompey, chapter 46 2:1)
Synonyms
-
strong
-
possessed of
- δεσπόσυνος (of or belonging to the master or lord, arbitrary)
-
steadfast
- τλητός (suffering, enduring, patient)
-
strong
- ἐπαλκής (strong)
- ὀβριμόθυμος (strong-minded)
- ῥωμαλέος (strong of body)
- μεγαλοσθενής (exceeding strong)
- ὑπερίσχυρος (exceeding strong)
- περισθενής (exceeding strong)
- ὑπεραλκής (exceeding strong)
- κρατεραύχην (strong-necked)
- πλατύς (broad, strong)
- ὀχυρός ( strong, secure)
- στάδιος (firm, strong)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- σθεναρός (strong, mighty)
- κρατύς (strong, mighty)
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- δυνατός (strong, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- στερρόγυιος (with strong limbs)
- θρασύγυιος (strong of limb)
- ἄλκιμος (strong, stout)
- βριαρός (strong, stout)
- ἐγκρατής (stout, strong)
- εὔρωστος (stout, strong)
- ἀμαιμάκετος (strong, stubborn)
- κραταιγύαλος (with strong plates)
-
strongly