καλέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
καλέω
καλῶ
ἐκάλεσα
κέκληκα
κέκλημαι
ἐκλήθην
Structure:
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: kale/sw is aor1 subj.
Sense
- I call, summon, I invite
- I invoke
- (law) I summon, sue
- I demand, require
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἦρξε δὲ ἐτη ιγ́ τῆσ Περιπατητικῆσ κληθείσησ φιλοσοφίασ, διὰ το ὲ̓ν περιπάτῳ, ἤτοι κήπῳ, διδάξαι ἀναχωρήσαντα τῆσ Ἀκαδημείασ, ἐν ᾗ Πλάτων ἐδίδαξεν. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , section6)
- καὶ οὐδεμιᾶσ ἔτι κληθείσησ ἐπὶ τὴν ψηφοφορίαν τάξεωσ ‐ τρισὶ γὰρ ἦσαν λόχοισ πλείουσ οἱ διενέγκαντεσ τὴν ψῆφον λόχοι τῶν ὑπολειπομένων ‐ ὁ μὲν δῆμοσ ἀπῄει συμφορὰν βαρεῖαν ἡγούμενοσ, ὅτι μισῶν αὐτοὺσ ἀνὴρ ἐξουσίασ ὑπατικῆσ ἔσται κύριοσ, ἡ βουλὴ δὲ ἔπεμπε τοὺσ παραληψομένουσ τὸν ὕπατον καὶ ἄξοντασ ἐπὶ τὴν ἀρχήν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 17 5:1)
- μετὰ δὲ ταῦτα τῆσ ἀφ’ ἑαυτοῦ κληθείσησ Ἀππίασ ὁδοῦ τὸ πλεῖον μέροσ λίθοισ στερεοῖσ κατέστρωσεν ἀπὸ Ῥώμησ μέχρι Καπύησ, ὄντοσ τοῦ διαστήματοσ σταδίων πλειόνων ἢ χιλίων, καὶ τῶν τόπων τοὺσ μὲν ὑπερέχοντασ διασκάψασ, τοὺσ δὲ φαραγγώδεισ ἢ κοίλουσ ἀναλήμμασιν ἀξιολόγοισ ἐξισώσασ κατηνάλωσεν ἁπάσασ τὰσ δημοσίασ προσόδουσ, αὑτοῦ δὲ μνημεῖον ἀθάνατον κατέλιπεν, εἰσ κοινὴν εὐχρηστίαν φιλοτιμηθείσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 36 2:1)
- εἰσ τοῦτο δὲ ἀνήκει τῆσ ἀξίασ ὥστε τοσαύτησ οὔσησ τῆσ ἁπάσησ χώρασ, ἣν ὅ τε Φᾶσισ καὶ ὁ Νεῖλοσ διειλήφασι πρὸσ τὸν ἄνω τόπον, καὶ ταύτησ συλλήβδην κληθείσησ Ἀσίασ ὑφ’ Ἑλλήνων ἐξ ἀρχῆσ, ἡ περὶ θάλατταν αὕτη νυνὶ μοῖρα ἀφελομένη τὴν ἤπειρον τοὔνομα ἑαυτῆσ ἴδιον πεποίηται, οὕτωσ ἀντὶ πάσησ τῆσ ἄλλησ νενίκηκεν εἶναι. (Aristides, Aelius, Orationes, 3:3)
- ὑπόκειται μὲν γὰρ αὐτῷ δή που Σωκράτησ τὸν ἐπιτάφιον διεξιὼν, μέμνηται δὲ τῶν ἐν Κορίνθῳ τετελευτηκότων καὶ τῶν ἐν Λεχαίῳ καὶ τῆσ εἰρήνησ τῆσ ἐπὶ Ἀνταλκίδου κληθείσησ. (Aristides, Aelius, Orationes, 171:8)
Synonyms
-
I call
-
I invoke
-
I summon
-
I demand
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- παρακαλέω (I appeal, I urge, I exhort)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)