καλέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
καλέω
καλῶ
ἐκάλεσα
κέκληκα
κέκλημαι
ἐκλήθην
Structure:
καλέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: kale/sw is aor1 subj.
Sense
- I call, summon, I invite
- I invoke
- (law) I summon, sue
- I demand, require
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἄλλωσ τε ἀνάγκη πᾶσα καὶ τὴν τοῦ λέγοντοσ αὐτοῦ διάνοιαν ἀσχολεῖσθαι περὶ τὴν θέαν καὶ τῆσ φροντίδοσ τὸ ἀκριβὲσ ἐκλύειν τῆσ ὄψεωσ ἐπικρατούσησ καὶ πρὸσ αὑτὴν καλούσησ καὶ τῷ λόγῳ προσέχειν οὐκ ἐώσησ. (Lucian, De Domo, (no name) 17:5)
- ὡσ τοὐναντίον ἔχει τινὰ σεμνότητα καὶ κόσμον, αἱρουμένησ τῆσ πατρίδοσ καὶ καλούσησ καὶ περιμενούσησ, κατιόντα μετὰ τιμῆσ καὶ φιλοφροσύνησ γεραρὸν ὡσ ἀληθῶσ καὶ περίβλεπτον ἀσπάσασθαι καὶ δεξιώσασθαι τὸ γέρασ. (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 20 5:1)
- ἐκείνῳ δὲ τῷ μακαρισθέντι οὐκ ἦν κατὰ φύσιν περαιτέρω τοῦ ἀπονεμηθέντοσ αὐτῷ χρόνου πρὸσ τὸν ἐνθάδε βίον περιμένειν, ἀλλ’ εὐτάκτωσ τοῦτον ἐκπλήσαντι πρὸσ τὴν εἱμαρμένην ἐπανάγειν πορείαν, καλούσησ αὐτῆσ, φησίν, ἢδη πρὸσ ἑαυτήν. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 34 3:2)
- καλούσησ δὲ τῆσ πατρίδοσ αὐτῆσ πρὸσ τὰ κοινά, ἄτοπον ἴσωσ τὸ μὴ ὑπακούειν· (Plato, Epistles, Letter 9 6:2)
- οὕτω δὲ συντάξασ ἑαυτόν ἐπολιτεύετο μὲν ἀεὶ πρὸσ εἰρήνην καὶ ἡσυχίαν, ἐστρατήγησε δὲ πλείστασ οὐ μόνον τῶν καθ’ ἑαυτόν, ἀλλὰ καὶ τῶν πρὸ αὐτοῦ στρατηγίασ, οὐ παραγγέλλων οὐδὲ μετιών, ἀλλ’ οὐδὲ φεύγων οὐδὲ ἀποδιδράσκων τῆσ πόλεωσ καλούσησ, ὁμολογεῖται γὰρ ὅτι πέντε καὶ τεσσαράκοντα στρατηγίασ ἔλαβεν οὐδ’ ἅπαξ ἀρχαιρεσίοισ παρατυχών, ἀλλ’ ἀπόντα μεταπεμπομένων αὐτὸν ἀεὶ καὶ χειροτονούντων, ὥστε θαυμάζειν τοὺσ οὐκ εὖ φρονοῦντασ τὸν δῆμον ὅτι, πλεῖστα τοῦ Φωκίωνοσ ἀντικρούοντοσ αὐτῷ καὶ μηδὲν εἰπόντοσ πώποτε μηδὲ πράξαντοσ πρὸσ χάριν, ὥσπερ ἀξιοῦσι τοὺσ βασιλεῖσ τοῖσ κόλαξι χρῆσθαι μετὰ τὸ κατὰ χειρὸσ ὕδωρ, ἐχρῆτο οὗτοσ τοῖσ μὲν κομψοτέροισ; (Plutarch, chapter 8 1:1)
Synonyms
-
I call
-
I invoke
-
I summon
-
I demand
Derived
- ἀνακαλέω (to call up the dead, to call again and again, to invoke)
- ἀποκαλέω (to call back, recall, to call away or aside)
- ἐκκαλέω (to call out or forth, summon forth, to call out to oneself)
- ἐπικαλέω (to call upon a god, invoke, to invite)
- κατακαλέω (to call down, summon, invite)
- μετακαλέω (to call away to another place, to call back, recall)
- παρακαλέω (I appeal, I urge, I exhort)
- προκαλέω (to call forth, to call out to fight, challenge)
- προσκαλέω (to call to, call on, summon)
- προσπαρακαλέω (to call in besides, invite, to exhort besides)
- συγκαλέω (to call to council, convoke, convene)