헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καινός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καινός καινή καινόν

형태분석: καιν (어간) + ος (어미)

  1. 새, 새로운, 신선한, 푸른
  2. 이상한, 낯선, 새로운, 새, 희한한
  1. new, fresh, unused
  2. new, novel, strange, unusual

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 καινός

새 (이)가

καινή

새 (이)가

καινόν

새 (것)가

속격 καινοῦ

새 (이)의

καινῆς

새 (이)의

καινοῦ

새 (것)의

여격 καινῷ

새 (이)에게

καινῇ

새 (이)에게

καινῷ

새 (것)에게

대격 καινόν

새 (이)를

καινήν

새 (이)를

καινόν

새 (것)를

호격 καινέ

새 (이)야

καινή

새 (이)야

καινόν

새 (것)야

쌍수주/대/호 καινώ

새 (이)들이

καινᾱ́

새 (이)들이

καινώ

새 (것)들이

속/여 καινοῖν

새 (이)들의

καιναῖν

새 (이)들의

καινοῖν

새 (것)들의

복수주격 καινοί

새 (이)들이

καιναί

새 (이)들이

καινά

새 (것)들이

속격 καινῶν

새 (이)들의

καινῶν

새 (이)들의

καινῶν

새 (것)들의

여격 καινοῖς

새 (이)들에게

καιναῖς

새 (이)들에게

καινοῖς

새 (것)들에게

대격 καινούς

새 (이)들을

καινᾱ́ς

새 (이)들을

καινά

새 (것)들을

호격 καινοί

새 (이)들아

καιναί

새 (이)들아

καινά

새 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἀνέστη Ἰωσαφὰτ ἐν ἐκκλησίᾳ Ἰούδα ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν οἴκῳ Κυρίου κατὰ πρόσωπον τῆσ αὐλῆσ τῆσ καινῆσ (Septuagint, Liber II Paralipomenon 20:5)

    (70인역 성경, 역대기 하권 20:5)

  • καθάπερ γὰρ τῆσ καινῆσ οἰκίασ ἀρχιτέκτονι τῆσ ὅλησ καταβολῆσ φροντιστέον, τῷ δὲ ἐγκαίειν καὶ ζωγραφεῖν ἐπιχειροῦντι τὰ ἐπιτήδεια πρὸσ διακόσμησιν ἐξεταστέον, οὕτω δοκῶ καὶ ἐπὶ ἡμῶν. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:29)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 2:29)

  • Καὶ ἤκουσαν οἱ ἄρχοντεσ Ἰούδα τὸν λόγον τοῦτον καὶ ἀνέβησαν ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέωσ εἰσ οἶκον Κυρίου καὶ ἐκάθισαν ἐν προθύροισ πύλησ Κυρίου τῆσ καινῆσ. (Septuagint, Liber Ieremiae 33:10)

    (70인역 성경, 예레미야서 33:10)

  • καὶ ἀνεγίνωσκε Βαροὺχ ἐν τῷ βιβλίῳ τοὺσ λόγουσ Ἱερεμίου ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν οἴκῳ Γαμαρίου, υἱοῦ Σαφὰν τοῦ γραμματέωσ, ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐπάνω ἐν προθύροισ πύλησ τοῦ οἴκου Κυρίου τῆσ καινῆσ καὶ ἐν ὠσὶ παντὸσ τοῦ λαοῦ. (Septuagint, Liber Ieremiae 43:10)

    (70인역 성경, 예레미야서 43:10)

  • τίσ δὴ αἰτία σοι τῆσ καινῆσ καὶ παραδόξου ταύτησ ἀποδημίασ ; (Lucian, Necyomantia, (no name) 1:13)

    (루키아노스, Necyomantia, (no name) 1:13)

유의어

  1. 이상한

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION