- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἡλικιώτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: hēlikiōtēs 고전 발음: [헬:리끼오:떼:] 신약 발음: [엘리끼오떼]

기본형: ἡλικιώτης ἡλικιώτου

형태분석: ἡλικιωτ (어간) + ης (어미)

  1. 동료, 동무, 녀석, 동지
  1. an equal in age, fellow, comrade

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἡλικιώτης

동료가

ἡλικιώτα

동료들이

ἡλικιῶται

동료들이

속격 ἡλικιώτου

동료의

ἡλικιώταιν

동료들의

ἡλικιωτῶν

동료들의

여격 ἡλικιώτῃ

동료에게

ἡλικιώταιν

동료들에게

ἡλικιώταις

동료들에게

대격 ἡλικιώτην

동료를

ἡλικιώτα

동료들을

ἡλικιώτας

동료들을

호격 ἡλικιῶτα

동료야

ἡλικιώτα

동료들아

ἡλικιῶται

동료들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ τῇ μὲν ἡλικίᾳ τῶν ἀδελφῶν μού εἰμι νεώτερος, τῇ δὲ διανοίᾳ ἡλικιώτης. (Septuagint, Liber Maccabees IV 11:14)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 11:14)

  • "τέκνον ἥδιστον, οἴχῃ μοι καὶ τέθνηκας καὶ πρὸ ὡρ´ας ἀνηρπάσθης, μόνον ἐμὲ τὸν ἄθλιον καταλιπών, οὐ γαμήσας, οὐ παιδοποιησάμενος, οὐ στρατευσάμενος, οὐ γεωργήσας, οὐκ εἰς γῆρας ἐλθών οὐ κωμάσῃ πάλιν οὐδὲ ἐρασθήσῃ, τέκνον, οὐδὲ ἐν συμποσίοις μετὰ τῶν ἡλικιωτῶν μεθυσθήσῃ. (Lucian, (no name) 13:1)

    (루키아노스, (no name) 13:1)

  • ἀλλ ὅταν ἀναμνησθῶ τοῦ γέροντος ἐκείνου Ἡρακλέους, πάντα ποιεῖν προάγομαι καὶ οὐκ αἰδοῦμαι τοιαῦτα τολμῶν ἡλικιώτης ὢν τῆς εἰκόνος. (Lucian, Hercules, 7:5)

    (루키아노스, Hercules, 7:5)

  • ἐν γὰρ τῇ Ἴδῃ πολλοὶ ἡλικιῶται ἦμεν. (Lucian, Dialogi deorum, 6:4)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 6:4)

  • ἢ μετὰ τοῦ ἡλικιώτου Ἔρωτος· (Lucian, Dialogi deorum, 7:10)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 7:10)

  • ἔφη γάρ, Ὦ Πάμφιλε, ὁ μὲν ἡλικιώτης σοι Χαρμίδης τοῦ γείτονος Αρισταινέτου υἱὸς γαμεῖ ἤδη καὶ σωφρονεῖ, σὺ δὲ μέχρι τίνος ἑταίρᾳ σύνει· (Lucian, Dialogi meretricii, 4:4)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 4:4)

  • οὐ καλὸς ἦν καὶ ἀστεῖος καὶ ἡλικιώτης Χαιρέου· (Lucian, Dialogi meretricii, 3:12)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:12)

  • Παραπαίεις, ὦ γέρον, καὶ μειρακιεύῃ πρὸς τὸ χρεών, καὶ ταῦτα ηλικιώτης ὢν τοῦ πορθμέως. (Lucian, Dialogi mortuorum, 17:6)

    (루키아노스, Dialogi mortuorum, 17:6)

유의어

  1. 동료

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION