헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γλῶσσα

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γλῶσσα γλώσσης

형태분석: γλωσς (어간) + α (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 언어, 말
  1. a tongue
  2. a language
  3. the mouthpiece of a pipe

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γλῶσσα

혀가

γλώσσᾱ

혀들이

γλῶσσαι

혀들이

속격 γλώσσης

혀의

γλώσσαιν

혀들의

γλωσσῶν

혀들의

여격 γλώσσῃ

혀에게

γλώσσαιν

혀들에게

γλώσσαις

혀들에게

대격 γλῶσσαν

혀를

γλώσσᾱ

혀들을

γλώσσᾱς

혀들을

호격 γλῶσσα

혀야

γλώσσᾱ

혀들아

γλῶσσαι

혀들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν. (Septuagint, Liber Psalmorum 36:30)

    (70인역 성경, 시편 36:30)

  • καὶ ἐρρύσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ μέσου σκύμνων. ἐκοιμήθην τεταραγμένοσ. υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντεσ αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα. (Septuagint, Liber Psalmorum 56:5)

    (70인역 성경, 시편 56:5)

  • ὅπωσ ἂν βαφῇ ὁ πούσ σου ἐν αἵματι, ἡ γλῶσσα τῶν κυνῶν σου ἐξ ἐχθρῶν παῤ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Psalmorum 67:24)

    (70인역 성경, 시편 67:24)

  • ἔθεντο εἰσ οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆσ γῆσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 72:9)

    (70인역 성경, 시편 72:9)

  • τότε ἐπλήσθη χαρᾶσ τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀγαλλιάσεωσ. τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖσ ἔθνεσιν. ἐμεγάλυνε Κύριοσ τοῦ ποιῆσαι μετ̓ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 125:2)

    (70인역 성경, 시편 125:2)

  • διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ̓ ἐλπίδι, (Septuagint, Liber Psalmorum 15:9)

    (70인역 성경, 시편 15:9)

  • ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύσ μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰσ χοῦν θανάτου κατήγαγέσ με. (Septuagint, Liber Psalmorum 21:16)

    (70인역 성경, 시편 21:16)

  • καὶ ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τὴν δικαιοσύνην σου, ὅλην τὴν ἡμέραν τὸν ἔπαινόν σου. (Septuagint, Liber Psalmorum 34:28)

    (70인역 성경, 시편 34:28)

  • ΕΞΗΡΕΥΞΑΤΟ ἡ καρδία μου λόγον ἀγαθόν, λέγω ἐγὼ τὰ ἔργα μου τῷ βασιλεῖ, ἡ γλῶσσά μου κάλαμοσ γραμματέωσ ὀξυγράφου. (Septuagint, Liber Psalmorum 44:2)

    (70인역 성경, 시편 44:2)

유의어

  1. 언어

  2. the mouthpiece of a pipe

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION