헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γέρανος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γέρανος γεράνου

형태분석: γεραν (어간) + ος (어미)

  1. 기중기, 학, 두루미
  2. 기중기, 학
  3. 물고기의 일종
  1. a crane, Grus cinerea
  2. a crane (instrument for lifting)
  3. a type of dance
  4. a type of fish

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γέρανος

기중기가

γεράνω

기중기들이

γέρανοι

기중기들이

속격 γεράνου

기중기의

γεράνοιν

기중기들의

γεράνων

기중기들의

여격 γεράνῳ

기중기에게

γεράνοιν

기중기들에게

γεράνοις

기중기들에게

대격 γέρανον

기중기를

γεράνω

기중기들을

γεράνους

기중기들을

호격 γέρανε

기중기야

γεράνω

기중기들아

γέρανοι

기중기들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτα οὐ χαλεπῶσ γεράνων ἀρτηρίασ συνάψασ καὶ διὰ τῆσ κεφαλῆσ ἐκείνησ τῆσ μεμηχανημένησ πρὸσ ὁμοιότητα διείρασ, ἄλλου τινὸσ ἔξωθεν ἐμβοῶντοσ, ἀπεκρίνετο πρὸσ τὰσ ἐρωτήσεισ, τῆσ φωνῆσ διὰ τοῦ ὀθονίνου ἐκείνου Ἀσκληπιοῦ προπιπτούσησ. (Lucian, Alexander, (no name) 26:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 26:3)

  • καὶ αὖ ἐν ἄλλοισ ἔπεσι τῶν δ̓ ὥστ̓ ὀρνίθων πετεηνῶν φησίν ἔθνεα πολλά, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων δουλιχοδείρων. (Arrian, chapter 31 9:1)

    (아리아노스, chapter 31 9:1)

  • μὰ Δί’ ἀλλ’ ἵν’ οἱ λῃσταί τε μὴ λυπῶσί με, μετὰ τῶν γεράνων τ’ ἐκεῖθεν ἀναχωρῶ πάλιν, ἀνθ’ ἑρ́ματοσ πολλὰσ καταπεπωκὼσ δίκασ. (Aristophanes, Birds, Episode, lyric16)

    (아리스토파네스, Birds, Episode, lyric16)

  • οἱ δ’ Ἴβυκον ἀποκτείναντεσ οὐχ οὕτωσ ἑάλωσαν, ἐν θεάτρῳ καθήμενοι καὶ γεράνων παραφανεισῶν πρὸσ ἀλλήλουσ ἅμα γέλωτι ψιθυρίζοντεσ, ὡσ αἱ Ἰβύκου ἔκδικοι πάρεισιν; (Plutarch, De garrulitate, section 14 2:6)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 14 2:6)

  • ἐλεγχθέντεσ δ’ οὕτωσ ἀπήχθησαν, οὐχ ὑπὸ τῶν γεράνων κολασθέντεσ ἀλλ’ ὑπὸ τῆσ αὑτῶν γλωσσαλγίασ ὥσπερ Ἐρινύοσ ἢ Ποινῆσ βιασθέντεσ ἐξαγορεῦσαι τὸν φόνον. (Plutarch, De garrulitate, section 14 3:2)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 14 3:2)

유의어

  1. a type of dance

  2. 물고기의 일종

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION