- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φλέψ?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: phleps 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φλέψ φλεβός

형태분석: φλεβ (어간) + ς (어미)

어원: φλέω?

  1. 정맥, 혈관
  1. vein

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φλέψ

정맥이

φλέβε

정맥들이

φλέβες

정맥들이

속격 φλεβός

정맥의

φλεβοῖν

정맥들의

φλεβῶν

정맥들의

여격 φλεβί

정맥에게

φλεβοῖν

정맥들에게

φλεψί(ν)

정맥들에게

대격 φλέβα

정맥을

φλέβε

정맥들을

φλέβας

정맥들을

호격 φλέψ

정맥아

φλέβε

정맥들아

φλέβες

정맥들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Νούσων δὲ διαφοραὶ ἐν τροφῇ, ἐν πνεύματι, ἐν θερμασίῃ, ἐν αἵματι, ἐν φλέγματι, ἐν χολῇ, ἐν χυμοῖσιν, ἐν σαρκί, ἐν πιμελῇ, ἐν φλεβί, ἐν ἀρτηρίῃ, ἐν νεύρῳ, μυί, ὑμένι, ὀστέῳ, ἐγκεφάλῳ, νωτιαίῳ μυελῷ, στόματι, γλώσσῃ, στομάχῳ, κοιλίῃ, ἐντέροισι, φρεσί, περιτοναίῳ, ἥπατι, σπληνί, νεφροῖς, κύστει, μήτρῃ, δέρματι. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxv.1)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxv.1)

  • οὐ γὰρ δὴ οὕτω γ ὑπόκεινται τῇ κοίλῃ φλεβὶ καθάπερ τοῖς ἐξ ἐγκεφάλου περιττώμασιν ἔν τε τῇ Ῥινὶ καὶ κατὰ τὴν ὑπερῳάν οἱ τοῖς ἠθμοῖς ὅμοιοι πόροι, ἀλλ ἑκατέρωθεν αὐτῇ παράκεινται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1511)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1511)

  • καὶ μήν, εἴπερ ὁμοίως τοῖς ἠθμοῖς ὅσον ἂν ᾖ λεπτότερον καὶ τελέως ὀρρῶδες, τοῦτο μὲν ἑτοίμως διαπέμπουσι, τὸ δὲ παχύτερον ἀποστέγουσιν, ἅπαν ἐπ αὐτοὺς ἰέναι χρὴ τὸ αἷμα τὸ περιεχόμενον ἐν τῇ κοίλῃ φλεβί, καθάπερ εἰς τοὺς τρυγητοὺς ὁ πᾶς οἶνος ἐμβάλλεται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1512)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1512)

  • αἰτεῖσθαι γὰρ ἐδόκουν δύο ταῦτα μήτε συγχωρούμενα πρός τινος ἀλλ οὐδ ἀποδειχθῆναι δυνάμενα, πρῶτον μὲν τὸ βάρος τῆς ὀρρώδους ὑγρότητος ἐν τῇ κοίλῃ φλεβὶ γεννώενον, ὥσπερ οὐκ ἐξ ἀρχῆς ὑπάρχον, ὁπότ ἐκ τῆς κοιλίας εἰς ἧπαρ ἀνεφέρετο. (Galen, On the Natural Faculties., , section 178)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 178)

  • θέρμην μὲν γὰρ ἡ κραδίη ἐνδιδοῖ τῇ ἀρτηρίῃ, τῇ φλεβὶ δὲ τὸ ἧπαρ αἷμα. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 258)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 258)

유의어

  1. 정맥

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION