헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθαρτικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθαρτικός καθαρτική καθαρτικόν

형태분석: καθαρτικ (어간) + ος (어미)

어원: from kaqarth/s

  1. of or fit for cleansing or purifying
  2. (medical) promoting catharsis, purgative

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 καθαρτικός

(이)가

καθαρτική

(이)가

καθαρτικόν

(것)가

속격 καθαρτικοῦ

(이)의

καθαρτικῆς

(이)의

καθαρτικοῦ

(것)의

여격 καθαρτικῷ

(이)에게

καθαρτικῇ

(이)에게

καθαρτικῷ

(것)에게

대격 καθαρτικόν

(이)를

καθαρτικήν

(이)를

καθαρτικόν

(것)를

호격 καθαρτικέ

(이)야

καθαρτική

(이)야

καθαρτικόν

(것)야

쌍수주/대/호 καθαρτικώ

(이)들이

καθαρτικᾱ́

(이)들이

καθαρτικώ

(것)들이

속/여 καθαρτικοῖν

(이)들의

καθαρτικαῖν

(이)들의

καθαρτικοῖν

(것)들의

복수주격 καθαρτικοί

(이)들이

καθαρτικαί

(이)들이

καθαρτικά

(것)들이

속격 καθαρτικῶν

(이)들의

καθαρτικῶν

(이)들의

καθαρτικῶν

(것)들의

여격 καθαρτικοῖς

(이)들에게

καθαρτικαῖς

(이)들에게

καθαρτικοῖς

(것)들에게

대격 καθαρτικούς

(이)들을

καθαρτικᾱ́ς

(이)들을

καθαρτικά

(것)들을

호격 καθαρτικοί

(이)들아

καθαρτικαί

(이)들아

καθαρτικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τὰ δὲ ἀμύγδαλά ἐστιν οὐρητικὰ καὶ λεπτυντικὰ καὶ καθαρτικὰ καὶ ὀλιγότροφα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 41 4:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 41 4:3)

  • "οἱ στρόβιλοι πολύτροφοι μέν εἰσι, λεαντικοὶ δὲ ἀρτηρίασ καὶ θώρακοσ καθαρτικοὶ διὰ τὸ ἔχειν παρεμπεπλεγμένον τὸ ὁητινῶδεσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 49 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 49 1:6)

  • "ὅτι δὲ τούτοισ πρὸσ πᾶν ἔστι χρῆσθαι τὸ καλούμενον καὶ νομιζόμενον πικρὸν γλυκὺ καθαρτικὸν ὑπνωτικὸν φωτεινόν, ὡσ οὐδενὸσ ἔχοντοσ αὐτοτελῆ ποιότητα καὶ δύναμιν οὐδὲ δρῶντοσ μᾶλλον ἢ πάσχοντοσ, ὅταν ἐγγένηται τοῖσ σώμασιν, ἄλλην δ’ ἐν ἄλλοισ διαφορὰν καὶ κρᾶσιν λαμβάνοντοσ, οὐκ ἄδηλόν ἐστιν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 71)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 71)

  • τοὺσ μὲν γὰρ Πλάτωνι καὶ Ξενοφῶντι χρωμένουσ διὰ τὴν λέξιν, ἕτερον δὲ μηδὲν ἀλλ’ ἢ τὸ καθαρόν τε καὶ Ἀττικὸν ὥσπερ δρόσον καὶ χνοῦν ἀποδρεπομένουσ τί ἂν ἄλλο φαίησ ἢ φαρμάκων τὸ μὲν εὐῶδεσ καὶ ἀνθηρὸν ἀγαπᾶν, τὸ δ’ ἀνώδυνον καὶ καθαρτικὸν μὴ προσίεσθαι μηδὲ διαγιγνώσκειν; (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 8 5:1)

    (플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 8 5:1)

  • ηὐξάμην οὖν κἀνταῦθ’ ἐρωτῆσαι δύνασθαι τὸν Ἐρασίστρατον, εἰ μηδὲν ὄργανον ἡ τεχνικὴ φύσισ ἐδημιούργησε καθαρτικὸν τοῦ τοιούτου χυμοῦ, ἀλλὰ τῶν μὲν οὔρων ἄρα τῆσ διακρίσεώσ ἐστιν ὄργανα δύο καὶ τῆσ ξανθῆσ χολῆσ ἕτερον οὐ σμικρόν, ὁ δὲ τούτων κακοηθέστεροσ χυμὸσ ἀλᾶται διὰ παντὸσ ἐν ταῖσ φλεψὶν ἀναμεμιγμένοσ τῷ αἵματι. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 942)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 942)

유의어

  1. of or fit for cleansing or purifying

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION