- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπίκλησις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: epiklēsis 고전 발음: [에삐레:시] 신약 발음: [애삐레시]

기본형: ἐπίκλησις ἐπίκλησεως

형태분석: ἐπικλησι (어간) + ς (어미)

  1. 이름, 성명
  2. 매력, 요청, 작은 반발, 사소한 탄원
  1. a surname or additional name;, by surname, by surname
  2. a name
  3. an imputation
  4. a calling upon, invocation, appeal

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἰ μὴ δἰ αὐτούς, ἀλλὰ διὰ τὰς πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν διαθήκας καὶ ἕνεκεν τῆς ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπικλήσεως τοῦ σεμνοῦ καὶ μεγαλοπρεποῦς ὀνόματος αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:15)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 8:15)

  • οἱ δὲ περὶ τὸν Ἰούδαν μετ᾿ ἐπικλήσεως καὶ εὐχῶν συνέμειξαν τοῖς πολεμίοις (Septuagint, Liber Maccabees II 15:26)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 15:26)

  • Πτολεμαῖος δὲ ὁ Λάγου ὁ τῶν καθ αὑτὸν εὐδαιμονέστατος βασιλέων Αἰγύπτου μὲν ἐβασίλευσεν, τέσσαρα δὲ καὶ ὀγδοήκοντα βιώσας ἔτη ζῶν παρέδωκεν τὴν ἀρχὴν πρὸ δύο ἐτοῖν τῆς τελευτῆς Πτολεμαίῳ τῷ υἱῷ, Φιλαδέλφῳ δὲ ἐπίκλησιν, ὅστις διεδέξατο τὴν πατρῴαν βασιλείαν ἀδελφῶν. (Lucian, Macrobii, (no name) 12:1)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 12:1)

  • τοὺς δὲ πατὴρ Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκε παῖδας νεικείων μέγας Οὐρανός, οὓς τέκεν αὐτός: (Hesiod, Theogony, Book Th. 24:1)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 24:1)

  • ἡ δὲ εὐθὺς ἐκ μελαίνης τριχὸς εἰς πυρρὰν μεταβαλοῦσα τῷ μὲν λόγῳ πίστιν, τῷ δ ἀνδρὶ παρασχεῖν ἐπίκλησιν τὸν Αἠνόβαρβον, ὅπερ ἐστὶ χαλκοπώγωνα. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 25 2:3)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 25 2:3)

  • τοιγαροῦν καὶ τὸ ᾆσμα ὃ μεταξὺ ὀρχούμενοι ᾄδουσιν Ἀφροδίτης ἐπίκλησίς ἐστιν καὶ Ἐρώτων, ὡς συγκωμάζοιεν αὐτοῖς καὶ συνορχοῖντο. (Lucian, De saltatione, (no name) 11:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 11:1)

  • κίων δὲ τοῦδε τοῦ πάθεος ἡ ἐπίκλησις. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 85)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 85)

  • ἔστι δὲ καὶ πάθεος ἰδέη, ἀνίσχοντος ὄρθια τοῦ πάσχοντος τὰ αἰδοῖα· ἐπίκλησις σατυρίησις ἐς ὁμοιότητα τοῦ θεοῦ σχήματος. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 259)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 259)

  • ἄλλοτε δὲ μυξώδεα μοῦνον, ὀδαξώδεα, σμικρὰ, στρογγύλα, δακνώδεα, ἐξαναστάσιας πυκινὰς, καὶ προθυμίην ξὺν ἡδονῇ ποιεύμενα, ἐκκρίσιας δὲ κάρτα σμικράς · τεινασμὸς τοῦδε ἡ ἐπίκλησις. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 209)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 209)

  • τοῦτο γὰρ αὐτό, ἡ τῆς ποιήσεως ἐπίκλησις, τῶν ποιουμένων αὐτῶν δυσχέρειαν ἀπεργάζοιτ ἄν. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 15:1)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 15:1)

유의어

  1. a surname or additional name

  2. 이름

  3. 매력

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION