헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οὐσία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: οὐσία οὐσίας

형태분석: οὐσι (어간) + α (어미)

어원: ou)=sa, ei)mi 분사의 여성형

  1. 소유물, 재산
  1. that which is one's own, one's substance, property
  2. (philosophy) Synonym of φύσις ‎(phúsis) stable being, immutable reality
  3. name of a plaster
  4. a fire-resisting substance
  5. (in magic) a material thing by which a connection is established between the person to be acted upon and the supernatural agent

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 οὐσία

소유물이

οὐσίᾱ

소유물들이

οὐσίαι

소유물들이

속격 οὐσίᾱς

소유물의

οὐσίαιν

소유물들의

οὐσιῶν

소유물들의

여격 οὐσίᾱͅ

소유물에게

οὐσίαιν

소유물들에게

οὐσίαις

소유물들에게

대격 οὐσίαν

소유물을

οὐσίᾱ

소유물들을

οὐσίᾱς

소유물들을

호격 οὐσία

소유물아

οὐσίᾱ

소유물들아

οὐσίαι

소유물들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐγήρασεν ἐντίμωσ καὶ ἔθαψε τοὺσ πενθεροὺσ αὐτοῦ ἐνδόξωσ καὶ ἐκληρονόμησε τὴν οὐσίαν αὐτῶν καὶ Τωβὶτ τοῦ πατρὸσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Thobis 14:13)

    (70인역 성경, 토빗기 14:13)

  • μηνύειν δὲ τὸν βουλόμενον, ἐφ’ ᾧ τὴν οὐσίαν τοῦ ἐμπίπτοντοσ ὑπὸ τὴν εὔθυναν λήψεται καὶ ἐκ τοῦ βασιλικοῦ ἀργυρίου δραχμὰσ δισχιλίασ καὶ τῆσ ἐλευθερίασ τεύξεται καὶ στεφανωθήσεται. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:28)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 3:28)

  • "ἦν γὰρ ἡ πᾶσα οὐσία τριάκοντά που ταλάντων ἀξία ἣν ὁ γέρων κατέλιπεν, οὐχ ὥσπερ ὁ παγγέλοιοσ Θεαγένησ ἔλεγε πεντακισχιλίων· (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:28)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:28)

  • "παρελθὼν γὰρ εἰσ τὴν ἐκκλησίαν τῶν Παριανῶν ‐ ἐκόμα δὲ ἤδη καὶ τρίβωνα πιναρὸν ἠμπείχετο καὶ πήραν παρήρτητο καὶ τὸ ξύλον ἐν τῇ χειρὶ ἦν, καὶ ὅλωσ μάλα τραγικῶσ ἐσκεύαστο ‐ τοιοῦτοσ οὖν ἐπιφανεὶσ αὐτοῖσ ἀφεῖναι ἔφη τὴν οὐσίαν ἣν ὁ μακαρίτησ πατήρ αὐτῷ κατέλιπεν δημοσίαν εἶναι πᾶσαν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:32)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:32)

  • οὐ μόνον δὲ τοῦτον, ἀλλὰ καὶ τὸν δανειστὴν Γνίφωνα ἰδὼν στένοντα καὶ μεταγινώσκοντα ὅτι μὴ ἀπέλαυσε τῶν χρημάτων, ἀλλ’ ἄγευστοσ αὐτῶν ἀπέθανε τῷ ἀσώτῳ Ῥοδοχάρει τὴν οὐσίαν ἀπολιπών, ‐ οὗτοσ γὰρ ἄγχιστα ἦν αὐτῷ γένουσ καὶ πρῶτοσ ἐπὶ τὸν κλῆρον ἐκαλεῖτο κατὰ τὸν νόμον ‐ οὐκ εἶχον ὅπωσ καταπαύσω τὸν γέλωτα, καὶ μάλιστα μεμνημένοσ ὡσ ὠχρὸσ ἀεὶ καὶ αὐχμηρὸσ ἦν, φροντίδοσ τὸ μέτωπον ἀνάπλεωσ καὶ μόνοισ τοῖσ δακτύλοισ πλουτῶν, οἷσ τάλαντα καὶ μυριάδασ ἐλογίζετο, κατὰ μικρὸν συλλέγων τὰ μετ’ ὀλίγον ἐκχυθησόμενα πρὸσ τοῦ μακαρίου Ῥοδοχάρουσ. (Lucian, Cataplus, (no name) 17:1)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 17:1)

  • οὐσία γάρ μοι ἱκανὴ καταλειφθήσεται καὶ τούτων στερηθέντι. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 19 1:3)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 19 1:3)

  • οὗ δὲ ἕνεκα ἕκαστόν ἐστι καὶ γέγονε, καὶ ἡ οὐσία αὐτοῦ τυγχάνει αὕτη οὖσα. (Aristotle, Economics, Book 1 4:5)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 1 4:5)

  • ἐγὼ μὲν οὖν, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, οὔτε οὐσίᾳ τῆσ πολιτείασ οὔτε γένει ἀπελαυνόμενοσ, ἀλλ’ ἀμφότερα τῶν ἀντιλεγόντων πρότεροσ ὢν ἡγοῦμαι ταύτην μόνην σωτηρίαν εἶναι τῇ πόλει, ἅπασιν Ἀθηναίοισ τῆσ πολιτείασ μετεῖναι· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 33 1:3)

    (디오니시오스, chapter 33 1:3)

  • ταῦτα πάντα συντεθέντα οὐσία ναύτου ἀνδρὸσ ἦν. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:3)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:3)

유의어

  1. 소유물

  2. name of a plaster

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION