Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔντιμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἔντιμος ἔντιμον

Structure: ἐντιμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: timh/

Sense

  1. in honour, honoured, prized, honoured with or in, men in office, men of rank
  2. honoured, in honour
  3. in honour

Examples

  • ἐὰν μὴ εἰσακούσῃσ ποιεῖν πάντα τὰ ρήματα τοῦ νόμου τούτου τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ φοβεῖσθαι τὸ ὄνομα τὸ ἔντιμον τὸ θαυμαστὸν τοῦτο, Κύριον τὸν Θεόν σου, (Septuagint, Liber Deuteronomii 28:58)
  • καὶ ἐδεήθη πρὸσ τῇ θυρίδι καὶ εἶπεν. εὐλογητὸσ εἶ, Κύριε ὁ Θεόσ μου, καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ ἔντιμον εἰσ τοὺσ αἰῶνασ. εὐλογήσαισάν σε πάντα τὰ ἔργα σου εἰσ τὸν αἰῶνα. (Septuagint, Liber Thobis 3:11)
  • ἐκ τόκου καὶ ἐξ ἀδικίασ λυτρώσεται τὰσ ψυχὰσ αὐτῶν, καὶ ἔντιμον τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτῶν. (Septuagint, Liber Psalmorum 71:14)
  • δίνασ δὲ ποταμῶν διέρρηξε, πᾶν δὲ ἔντιμον εἶδέ μου ὁ ὀφθαλμόσ. (Septuagint, Liber Iob 28:10)
  • Σπέρμα ἔντιμον ποῖον̣ σπέρμα ἀνθρώπου. σπέρμα ἔντιμον ποῖον̣ οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον. σπέρμα ἄτιμον ποῖον̣ σπέρμα ἀνθρώπου. σπέρμα ἄτιμον ποῖον̣ οἱ παραβαίνοντεσ ἐντολάσ. (Septuagint, Liber Sirach 10:19)

Synonyms

  1. in honour

  2. honoured

  3. in honour

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION