Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔντιμος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἔντιμος ἔντιμον

Structure: ἐντιμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: timh/

Sense

  1. in honour, honoured, prized, honoured with or in, men in office, men of rank
  2. honoured, in honour
  3. in honour

Examples

  • εἰ δ’ ἐστὶν ζηλωτὰ τὰ ἔντιμα ἀγαθά, ἀνάγκη τάσ τε ἀρετὰσ εἶναι τοιαύτασ, καὶ ὅσα τοῖσ ἄλλοισ ὠφέλιμα καὶ εὐεργετικά τιμῶσι γὰρ τοὺσ εὐεργετοῦντασ καὶ τοὺσ ἀγαθούσ, καὶ ὅσων ἀγαθῶν ἀπόλαυσισ τοῖσ πλησίον ἔστιν, οἱο͂ν πλοῦτοσ καὶ κάλλοσ μᾶλλον ὑγιείασ. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 11 4:1)
  • καὶ εἰσ τὰ ἔντιμα μὴ ἰέναι, ἢ οὗ πρωτεύουσιν ἄλλοι· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 86:2)
  • ἀλλὰ μὴν οὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῦτον διαφέρουσιν Ἀθηναῖοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ῥώμῃ, ὅσον φιλοτιμίᾳ, ἥπερ μάλιστα παροξύνει πρὸσ τὰ καλὰ καὶ ἔντιμα. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 3 14:2)
  • χρήματα γοῦν μάλιστα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ. (Plato, Republic, book 8 220:2)
  • ὅσα γὰρ νομίζεται κατ’ ἀνθρώπουσ καλὰ καὶ ἔντιμα ὀνόματα καὶ παισί τε ἡδονὴν ἔχοντα καὶ πρεσβυτέροισ αἰδέσιμα, οὐδὲν τούτων ἀνὴρ ἐλλελοιπὼσ ἦν ἐμοί. (Aristides, Aelius, Orationes, 1:4)

Synonyms

  1. in honour

  2. honoured

  3. in honour

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION