헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δοκιμάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δοκιμάζω

형태분석: δοκιμάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: do/kimos

  1. 찬성하다, 동의하다, 시험하다, 닦아내다, 문지르다, 입증하다
  2. 거절하다, 거부하다, 사절하다
  1. to assay or test
  2. to put to the test, make trial of, scrutinise, to approve, he approved of
  3. to approve as fit, to be approved as fit
  4. to examine and admit, to the class of e)/fhboi or e)/fhboi to the rights of manhood, to be so admitted
  5. to think fit, to refuse

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δοκιμάζω

δοκιμάζεις

δοκιμάζει

쌍수 δοκιμάζετον

δοκιμάζετον

복수 δοκιμάζομεν

δοκιμάζετε

δοκιμάζουσιν*

접속법단수 δοκιμάζω

δοκιμάζῃς

δοκιμάζῃ

쌍수 δοκιμάζητον

δοκιμάζητον

복수 δοκιμάζωμεν

δοκιμάζητε

δοκιμάζωσιν*

기원법단수 δοκιμάζοιμι

δοκιμάζοις

δοκιμάζοι

쌍수 δοκιμάζοιτον

δοκιμαζοίτην

복수 δοκιμάζοιμεν

δοκιμάζοιτε

δοκιμάζοιεν

명령법단수 δοκίμαζε

δοκιμαζέτω

쌍수 δοκιμάζετον

δοκιμαζέτων

복수 δοκιμάζετε

δοκιμαζόντων, δοκιμαζέτωσαν

부정사 δοκιμάζειν

분사 남성여성중성
δοκιμαζων

δοκιμαζοντος

δοκιμαζουσα

δοκιμαζουσης

δοκιμαζον

δοκιμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δοκιμάζομαι

δοκιμάζει, δοκιμάζῃ

δοκιμάζεται

쌍수 δοκιμάζεσθον

δοκιμάζεσθον

복수 δοκιμαζόμεθα

δοκιμάζεσθε

δοκιμάζονται

접속법단수 δοκιμάζωμαι

δοκιμάζῃ

δοκιμάζηται

쌍수 δοκιμάζησθον

δοκιμάζησθον

복수 δοκιμαζώμεθα

δοκιμάζησθε

δοκιμάζωνται

기원법단수 δοκιμαζοίμην

δοκιμάζοιο

δοκιμάζοιτο

쌍수 δοκιμάζοισθον

δοκιμαζοίσθην

복수 δοκιμαζοίμεθα

δοκιμάζοισθε

δοκιμάζοιντο

명령법단수 δοκιμάζου

δοκιμαζέσθω

쌍수 δοκιμάζεσθον

δοκιμαζέσθων

복수 δοκιμάζεσθε

δοκιμαζέσθων, δοκιμαζέσθωσαν

부정사 δοκιμάζεσθαι

분사 남성여성중성
δοκιμαζομενος

δοκιμαζομενου

δοκιμαζομενη

δοκιμαζομενης

δοκιμαζομενον

δοκιμαζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ πλεῖστοι μάλιστα καὶ τὸ γελώμενον τῶν ὀνομάτων δοκιμάζουσιν, ὡσ οὐδὲν ἀλλ’ ἢ γεφυροποιοὺσ τοὺσ ἄνδρασ ἐπικληθέντασ ἀπὸ τῶν ποιουμένων περὶ τὴν γέφυραν ἱερῶν, ἁγιωτάτων καὶ παλαιοτάτων ὄντων πόντεμ γάρ οἱ Λατῖνοι τὴν γέφυραν ὀνομάζουσιν. (Plutarch, Numa, chapter 9 2:2)

    (플루타르코스, Numa, chapter 9 2:2)

유의어

  1. to approve as fit

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION