διατηρέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διατηρέω
διατηρήσω
Structure:
δια
(Prefix)
+
τηρέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to watch closely, observe
- to keep faithfully, maintain
- to keep
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἡ δὲ τῶν Ἀρεοπαγιτῶν βουλὴ τὴν μὲν τάξιν εἶχε τοῦ διατηρεῖν τοὺσ νόμουσ, διῴκει δὲ τὰ πλεῖστα καὶ τὰ μέγιστα τῶν ἐν τῇ πόλει, καὶ κολάζουσα καὶ ζημιοῦσα πάντασ τοὺσ ἀκοσμοῦντασ κυρίωσ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 3 6:1)
- οὐ περιπεσεῖται τοῖσ αὐτοῖσ οὐδ’ αὐτὸσ εἰσ τὴν κλίνην καταπεσὼν ὑμνήσει ποθῶν τὴν πολυτίμητον ὑγίειαν, ἀλλ’ ἑτέρου πάσχοντοσ ἐνσημανεῖται πρὸσ ἑαυτὸν ὡσ ἄξιον πολλοῦ τὸ ὑγιαίνειν καὶ δεῖ τοῦτο διατηρεῖν αὑτῷ προσέχοντα καὶ φειδόμενον. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 15 3:4)
- ἐπεὶ δὲ οἱ δέκα πρέσβεισ, οὓσ ἡ σύγκλητοσ ἔπεμψε τῷ Τίτῳ, συνεβούλευον τοὺσ μὲν ἄλλουσ Ἕλληνασ ἐλευθεροῦν, Κόρινθον δὲ καὶ Χαλκίδα καὶ Δημητριάδα διατηρεῖν ἐμφρούρουσ ἕνεκα τῆσ πρὸσ Ἀντίοχον ἀσφαλείασ, ἐνταῦθα δὴ ταῖσ κατηγορίαισ λαμπροὶ λαμπρῶσ τὰσ πόλεισ ἀνερρήγνυσαν Αἰτωλοί, τὸν μὲν Τίτον κελεύοντεσ τὰσ πέδασ τῆσ Ἑλλάδοσ λύειν οὕτω γὰρ ὁ Φίλιπποσ εἰώθει τὰσ προειρημένασ πόλεισ ὀνομάζειν, τοὺσ δὲ Ἕλληνασ ἐρωτῶντεσ εἰ κλοιὸν ἔχοντεσ βαρύτερον μὲν, λειότερον δὲ τοῦ πάλαι τὸν νῦν, χαίρουσι, καὶ θαυμάζουσι τὸν Τίτον ὡσ εὐεργέτην, ὅτι τοῦ ποδὸσ λύσασ τὴν Ἑλλάδα τοῦ τραχήλου δέδεκεν. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 10 1:1)
- εἴτε γὰρ ἀφιέναι κελεύοι Διονύσιον ὑπόσπονδον ἐκ τῆσ ἄκρασ, διαβολὴν εἶχε φείδεσθαι καὶ περισῴζειν ἐκεῖνον, εἴτε λυπεῖν μὴ βουλόμενοσ ἐπὶ τῆσ πολιορκίασ ἡσυχάζοι, διατηρεῖν ἐδόκει τὸν πόλεμον, ὡσ μᾶλλον ἄρχοι καὶ καταπλήττοιτο τοὺσ πολίτασ. (Plutarch, Dion, chapter 33 4:1)
- τοὐντεῦθεν αἱ πεζαὶ δυνάμεισ συνερράγησαν, τῶν μὲν βαρβάρων προβαλλομένων τὰσ σαρίσασ μακρὰσ καί πειρωμένων τῷ συνασπισμῷ τὴν φάλαγγα διατηρεῖν ἐν τάξει, τῶν δὲ Ῥωμαίων τοὺσ μὲν ὑσσοὺσ αὐτοῦ καταβαλό́ντων, σπασαμένων δὲ τὰσ μαχαίρασ καί παρακρουομένων τὰσ σαρίσασ, ὡσ τάχιστα προσμίξειαν αὐτοῖσ δι’ ὀργήν. (Plutarch, Sulla, chapter 18 4:1)
Synonyms
-
to watch closely
- ἐπωπάω (to observe, watch)
- φρουρέω (to watch for, observe)
- διαφυλάσσω (to observe closely)
- φράζω ( I observe, watch, guard)
- θεάομαι (I view, I watch, I observe.)
- νωμάω (to revolve, to observe, watch)
- παρατηρέω (to watch closely, observe narrowly, to watch one's opportunity)
- καταμανθάνω (to observe well, examine closely)
- ἀναθρέω (to look up at, observe closely, compared with)
-
to keep faithfully
-
to keep
- διέχω (to keep off)
- ἀποστέγω (to keep out, to keep out or off)
- ἀπείργω (keeping)
- ἔχω ( I keep of)
- ἐπικουρέω (to keep, off from one)
- συγκρατέω (to keep, together)
- ἀπέχω (to keep off or away from, to keep off)
- ἐρητύω (to keep away from)
- ἀνταπερύκω (to keep off in turn)
- ὁμοχρονέω (to keep time with, to keep time)
- ἐκκομίζω (to carry out, to keep, out)
- ἀπίσχω (to keep off, hold off)
- ἀπαλέξω (to keep, from suffering)
- διασκοπέω (to keep watching)
- διέλκω (to keep on drinking)
- ἐμφρουρέω (to keep guard in)
- τελέω (I keep my word)
- οἰκουρέω (to keep at home)
- ἑταιρέω (to keep company)
- ἀποσκηνόω (to keep apart from)
- ἐγκρύπτω (to keep concealed)
- διερύκω (to keep off, to hinder)
- ἀποσιωπάω (to keep secret)
- κεύθω (I keep, secret from)
- ἐρύω (to keep off, ward off)
- ἐπαλέξω (to ward off, keep off)
- τιθηνέομαι (to keep up, maintain)
- ἀρκέω (I ward off, keep off)
- διαμιμνήσκομαι (to keep in memory)
Derived
- ἐπιτηρέω (to look out for)
- παρατηρέω (to watch closely, observe narrowly, to watch one's opportunity)
- συντηρέω (to preserve together, to watch one's opportunity)
- τηρέω (to watch over, take care of, guard)