헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάπονος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάπονος διάπονον

형태분석: διαπον (어간) + ος (어미)

  1. 힘드는, 고생스러운, 지나치게 요구하는
  1. exercised
  2. toilsome, with toil

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 διάπονος

(이)가

διάπονον

(것)가

속격 διαπόνου

(이)의

διαπόνου

(것)의

여격 διαπόνῳ

(이)에게

διαπόνῳ

(것)에게

대격 διάπονον

(이)를

διάπονον

(것)를

호격 διάπονε

(이)야

διάπονον

(것)야

쌍수주/대/호 διαπόνω

(이)들이

διαπόνω

(것)들이

속/여 διαπόνοιν

(이)들의

διαπόνοιν

(것)들의

복수주격 διάπονοι

(이)들이

διάπονα

(것)들이

속격 διαπόνων

(이)들의

διαπόνων

(것)들의

여격 διαπόνοις

(이)들에게

διαπόνοις

(것)들에게

대격 διαπόνους

(이)들을

διάπονα

(것)들을

호격 διάπονοι

(이)들아

διάπονα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἱ δὲ ποδώκεισ κύνεσ αἱ Κελτικαὶ καλοῦνται μὲν οὐέρτραγοι φωνῇ τῇ Κελτῶν, οὐκ ἀπὸ ἔθνουσ οὐδενόσ, καθάπερ αἱ Κρητικαὶ ἢ Καρικαὶ ἢ Λάκαιναι, ἀλλ̓ ὡσ τῶν Κρητικῶν αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν καὶ αἱ ἰταμαὶ ἀπὸ τοῦ ὀξέοσ καὶ αἱ μικταὶ ἀπ̓ ἀμφοῖν, οὕτω δὲ καὶ αὗται ἀπὸ τῆσ ὠκύτητοσ. (Arrian, Cynegeticus, chapter 3 6:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 3 6:2)

  • οὕτω δ̓ ἦσαν διάπονοι τὰ σώματα καὶ κατηθληκότεσ ὡσ μήτε ἱδροῦντά τινα μήτε ἀσθμαίνοντα Ῥωμαίων ὀφθῆναι διὰ πνίγουσ τοσούτου καὶ μετὰ δρόμου τῆσ συρράξεωσ γενομένησ, ὡσ τὸν Κάτλον αὐτὸν ἱστορεῖν λέγουσι μεγαλύνοντα τοὺσ στρατιώτασ. (Plutarch, Caius Marius, chapter 26 5:1)

    (플루타르코스, Caius Marius, chapter 26 5:1)

유의어

  1. exercised

  2. 힘드는

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION