διάλυσις
Third declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διάλυσις
διαλύσεως
Structure:
διαλυσι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- a separating or parting
- an ending, cessation
- a solution to a problem
- refutation of an argument
- discharge
- deed of seperation or divorce
- division of inheritance
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὰ γοὺν Αἰτωλικὰ πάθη καὶ τὰσ τῶν Καλυδωνίων συμφορὰσ καὶ τοὺσ τοσούτουσ φόνουσ καὶ τὴν Μελεάγρου διάλυσιν, πάντα ταῦτα ἔργα φασὶν εἶναι τῆσ Ἀρτέμιδοσ μεμψιμοιρούσησ ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸσ τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέωσ· (Lucian, De sacrificiis, (no name) 1:4)
- ἴσασι γὰρ ἐν τῷ τυχεῖν τὴν διάλυσιν τοῦ ἔρωτοσ γενησομένην. (Lucian, De mercede, (no name) 7:4)
- ὥστε ἐδόκει αὐτῷ ἤδη σπένδεσθαι καί τινα εὐπρεπῆ διάλυσιν εὑρίσκεσθαι τοῦ πολέμου. (Lucian, Zeuxis 15:4)
- "ἡ γὰρ περιπλοκὴ κωλύουσα τὴν διάλυσιν μᾶλλον ἐπιτείνει τὴν σύγκρουσιν, ὥστε μήτε μῖξιν εἶναι μήτε κόλλησιν ἀλλὰ ταραχὴν καὶ μάχην κατ’ αὐτοὺσ τὴν λεγομένην γένεσιν· (Plutarch, Adversus Colotem, section 10 1:10)
- ἔνιοι δὲ καὶ μίαν πρᾶξιν εὔστοχον εἰσ τὰ κοινὰ καὶ λαμπρὰν πολιτείαν προσαγορεύουσιν, οἱο͂ν χρημάτων ἐπίδοσιν, διάλυσιν πολέμου, ψηφίσματοσ εἰσήγησιν· (Plutarch, De unius in republica dominatione, chapter, section 2 3:3)
Synonyms
-
a separating or parting
-
an ending
-
a solution to a problem
-
discharge
-
division of inheritance