- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαιρετός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: diairetos 고전 발음: [디아레또] 신약 발음: [디애래또]

기본형: διαιρετός διαιρετή διαιρετόν

형태분석: διαιρετ (어간) + ος (어미)

어원: διαιρέω

  1. divided, separated, distributed
  2. distinguishable

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 διαιρετός

(이)가

διαιρετή

(이)가

διαιρετόν

(것)가

속격 διαιρετοῦ

(이)의

διαιρετῆς

(이)의

διαιρετοῦ

(것)의

여격 διαιρετῷ

(이)에게

διαιρετῇ

(이)에게

διαιρετῷ

(것)에게

대격 διαιρετόν

(이)를

διαιρετήν

(이)를

διαιρετόν

(것)를

호격 διαιρετέ

(이)야

διαιρετή

(이)야

διαιρετόν

(것)야

쌍수주/대/호 διαιρετώ

(이)들이

διαιρετά

(이)들이

διαιρετώ

(것)들이

속/여 διαιρετοῖν

(이)들의

διαιρεταῖν

(이)들의

διαιρετοῖν

(것)들의

복수주격 διαιρετοί

(이)들이

διαιρεταί

(이)들이

διαιρετά

(것)들이

속격 διαιρετῶν

(이)들의

διαιρετῶν

(이)들의

διαιρετῶν

(것)들의

여격 διαιρετοῖς

(이)들에게

διαιρεταῖς

(이)들에게

διαιρετοῖς

(것)들에게

대격 διαιρετούς

(이)들을

διαιρετάς

(이)들을

διαιρετά

(것)들을

호격 διαιρετοί

(이)들아

διαιρεταί

(이)들아

διαιρετά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀδιαίρετόν τε γὰρ ἕκαστον ἀναγκαῖον εἶναι τῶν μορίων ἢ πλῆθος εἶναι καὶ τὴν μονάδα διαιρετήν καὶ μὴ στοιχεῖον εἶναι τὸ ἓν καὶ τὸ πλῆθος ἡ γὰρ μονὰς ἑκάστη οὐκ ἐκ πλήθους καὶ ἑνός: (Aristotle, Metaphysics, Book 13 207:3)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 13 207:3)

  • ποιεῖ δέ μου τὴν δημηγορίαν ὁ μὲν κατήγορος διαιρετήν, τὸ ψήφισμα δὲ καὶ τἀληθὲς μίαν: (Aeschines, Speeches, , section 66 1:2)

    (아이스키네스, 연설, , section 66 1:2)

유의어

  1. divided

  2. distinguishable

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION