διαίρεσις
3군 변화 명사; 여성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διαίρεσις
διαιρέσεως
형태분석:
διαιρεσι
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- divisibility
- (medicine) dissection
- (medicine) venesection
- (medicine) surgical operation
- (medicine, in the plural) wounds
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἄρξομαι δ’ ἀπὸ τῆσ διαιρέσεωσ, προειπὼν ὅτι τῶν πρὸ αὐτοῦ γενομένων συγγραφέων ἢ κατὰ τόπουσ μεριζόντων τὰσ ἀναγραφὰσ ἢ κατὰ χρόνουσ εὐπαρακολουθήτουσ ἐκεῖνοσ οὐδετέραν τούτων τῶν διαιρέσεων ἐδοκίμασεν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 9 1:1)
(디오니시오스, , chapter 9 1:1)
- καὶ ἐγὼ νῦν τοῦτ’ αὐτὸ παρασκευάζων, τῶν τε Πυθαγορείων πέμπω σοι καὶ τῶν διαιρέσεων, καὶ ἄνδρα, ὥσπερ ἐδόκει ἡμῖν τότε, ᾧ γε σὺ καὶ Ἀρχύτησ, εἴπερ ἥκει παρά σε Ἀρχύτησ, χρῆσθαι δύναισθ’ ἄν. (Plato, Epistles, Letter 13 5:5)
(플라톤, Epistles, Letter 13 5:5)
- δῆλον δὲ τοῦτο ἐκ τῶν διαιρέσεων τῶν περὶ τὰ πάθη καὶ τὰσ δυνάμεισ καὶ τὰσ ἕξεισ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 74:1)
(아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 74:1)
- τιθέασι γὰρ τούτων πρῶτον τὸν Σπονδεῖον, ἐν ᾧ οὐδεμία τῶν διαιρέσεων τὸ ἴδιον ἐμφαίνει, εἰ μή τισ εἰσ τὸν συντονώτερον σπονδειασμὸν βλέπων αὐτὸ τοῦτο διάτονον εἶναι ἀπεικάσει. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 11 4:2)
(위 플루타르코스, De musica, section 11 4:2)
- "ταῦτα δ’ ἂν εἰή, ὅσα ὑπὸ τῆσ ἐλαχίστησ διέσεωσ μετρεῖται περισσάκισ, οἷσ ἀκολουθεῖν ἀνάγκη καὶ τὸ μηδεμίαν τῶν τετραχορδικῶν διαιρέσεων χρησίμην εἶναι, πλὴν μόνην ταύτην, δι’ ἧσ πᾶσιν ἀρτίοισ χρῆσθαι διαστήμασι συμβέβηκεν αὕτη δ’ ἂν εἱή ἥ τε τοῦ συντόνου καὶ διατόνου καὶ ἡ τοῦ τονιαίου χρώματοσ. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 389)
(위 플루타르코스, De musica, section 389)
유의어
-
divisibility
- παραβολή (구분, 분할)
- μερισμός (구분, 분할, 가름)
- νομή (구분, 분할, 분포)
- φυλή (A division of soldiers)
- διάλυσις (division of inheritance)
- πύργος (기둥, 구분, 분할)
- διαχώρισμα (구분, 분할, 갈래)
- διαμερισμός (불화, 구분, 분할)
-
wounds
- οὔτησις (a wounding)
- ἕλκος (휘감긴 것, 외상)
- ὠτειλή (휘감긴 것, 외상)
- τυπή (충격, 상처, 공격)
- ἕλκος (손실, 손해, 상실)
- τραῦμα (상처, 손해, 중상)
- βλῆμα (미사일 발사기, 꼬인 것, 휘감긴 것)
- τραῦμα (an indictment for wounding)