- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθολικός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: katholikos 고전 발음: [까톨리꼬] 신약 발음: [까톨리꼬]

기본형: καθολικός καθολική καθολικόν

형태분석: καθολικ (어간) + ος (어미)

  1. 일반적, 일반적인
  1. general

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 καθολικός

일반적 (이)가

καθολική

일반적 (이)가

καθολικόν

일반적 (것)가

속격 καθολικοῦ

일반적 (이)의

καθολικῆς

일반적 (이)의

καθολικοῦ

일반적 (것)의

여격 καθολικῷ

일반적 (이)에게

καθολικῇ

일반적 (이)에게

καθολικῷ

일반적 (것)에게

대격 καθολικόν

일반적 (이)를

καθολικήν

일반적 (이)를

καθολικόν

일반적 (것)를

호격 καθολικέ

일반적 (이)야

καθολική

일반적 (이)야

καθολικόν

일반적 (것)야

쌍수주/대/호 καθολικώ

일반적 (이)들이

καθολικά

일반적 (이)들이

καθολικώ

일반적 (것)들이

속/여 καθολικοῖν

일반적 (이)들의

καθολικαῖν

일반적 (이)들의

καθολικοῖν

일반적 (것)들의

복수주격 καθολικοί

일반적 (이)들이

καθολικαί

일반적 (이)들이

καθολικά

일반적 (것)들이

속격 καθολικῶν

일반적 (이)들의

καθολικῶν

일반적 (이)들의

καθολικῶν

일반적 (것)들의

여격 καθολικοῖς

일반적 (이)들에게

καθολικαῖς

일반적 (이)들에게

καθολικοῖς

일반적 (것)들에게

대격 καθολικούς

일반적 (이)들을

καθολικάς

일반적 (이)들을

καθολικά

일반적 (것)들을

호격 καθολικοί

일반적 (이)들아

καθολικαί

일반적 (이)들아

καθολικά

일반적 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδ ἔχει φύσιν τὸ πρᾶγμα εἰς καθολικὴν καὶ ἔντεχνόν τινα περίληψιν πεσεῖν, οὐδ ὅλως ἐπιστήμῃ θηρατός ἐστιν ὁ καιρὸς ἀλλὰ δόξῃ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1212)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1212)

  • Πόλυβος Διοκλῆς οἱ Ἐμπειρικοὶ καὶ τὸν ὄγδοον μῆνα ἴσασι γόνιμον, ἀτονώτερον δέ πως τῷ πολλάκις διὰ τὴν ἀτονίαν πολλοὺς φθείρεσθαι καθολικώτερον δὲ μηδένα βούλεσθαι τὰ ὀκτάμηνα τρέφειν, γεγενῆσθαι δὲ πολλοὺς ὀκταμηνιαίους ἄνδρας ὁ δ Ἀριστοτέλης καὶ Ἱπποκράτης φασίν, ἐὰν ἐκπληρωθῇ ἡ μήτρα ἐν τοῖς ἑπτὰ μησί, τότε προκύπτειν καὶ γεννᾶσθαι γόνιμα: (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 4:1)

    (위 플루타르코스, Placita Philosophorum, book 5, 4:1)

  • τούτου οὖν τοῦ καθολικοῦ μέμνησο καὶ ὑποθήκης οὐκ ἀπορήσεις. (Epictetus, Works, book 2, 25:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 25:1)

  • οἱο῀ν εἴ τις ἀντιλέγοι τῷ εἶναί τι καθολικὸν ἀληθές, δῆλον ὅτι τὴν ἐναντίαν ἀπόφασιν οὗτος ὀφείλει ποιήσασθαι: (Epictetus, Works, book 2, 1:3)

    (에픽테토스, Works, book 2, 1:3)

  • οὐδέν ἐστι καθολικὸν ἀληθές. (Epictetus, Works, book 2, 2:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 2:1)

유의어

  1. 일반적

관련어

명사

형용사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION