διαίρεσις?
3군 변화 명사; 여성
로마알파벳 전사: diairesis
고전 발음: [디아이레시스]
신약 발음: [디애래시스]
기본형:
διαίρεσις
διαιρέσεως
형태분석:
διαιρεσι
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- divisibility
- (medicine) dissection
- (medicine) venesection
- (medicine) surgical operation
- (medicine, in the plural) wounds
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τοιοῦτον ἀκούομεν τὸν Ἀρχιμήδη γενέσθαι καὶ τὸν Κνίδιον Σώστρατον, τὸν μὲν Πτολεμαίῳ χειρωσάμενον τὴν Μέμφιν ἄνευ πολιορκίας ἀποστροφῇ καὶ διαιρέσει τοῦ ποταμοῦ, τὸν δὲ τὰς τῶν πολεμίων τριήρεις καταφλέξαντα τῇ τέχνῃ. (Lucian, (no name) 2:4)
(루키아노스, (no name) 2:4)
- πρῶτον μὲν κιβδήλῳ τῇ διαιρέσει χρώμενοι: (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 9 1:2)
(루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 9 1:2)
- πεμπάζετ ὀρθῶς ἐκβολὰς ψήφων, ξένοι, τὸ μὴ δικεῖν σέβοντες ἐν διαιρέσει. (Aeschylus, Eumenides, episode 12:5)
(아이스킬로스, 에우메니데스, episode 12:5)
- καὶ τὸ συντιθέναι δὲ καὶ ἐποικοδομεῖν, ὥσπερ Ἐπίχαρμος, διά τε τὸ αὐτὸ τῇ διαιρέσει ἡ γὰρ σύνθεσις ὑπεροχὴν δείκνυσι πολλήν καὶ ὅτι ἀρχὴ φαίνεται μεγάλων καὶ αἴτιον. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 7 31:5)
(아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 7 31:5)
- ἔστιν δ ἐν κώλοις μὲν λέξις ἡ τετελειωμένη τε καὶ διῃρημένη καὶ εὐανάπνευστος, μὴ ἐν τῇ διαιρέσει ὥσπερ καὶ ἡ περίοδος, ἀλλ ὅλη κῶλον δ ἐστὶν τὸ ἕτερον μόριον ταύτης: (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 9 5:2)
(아리스토텔레스, 수사학, Book 3, chapter 9 5:2)
유의어
-
divisibility
- παραβολή (구분, 분할)
- μερισμός (구분, 분할, 가름)
- νομή (구분, 분할, 분포)
- φυλή (A division of soldiers)
- διάλυσις (division of inheritance)
- πύργος (기둥, 구분, 분할)
- διαχώρισμα (구분, 분할, 갈래)
- διαμερισμός (불화, 구분, 분할)
-
wounds
- οὔτησις (a wounding)
- ἕλκος (휘감긴 것, 외상)
- ὠτειλή (휘감긴 것, 외상)
- τυπή (충격, 상처, 공격)
- ἕλκος (손실, 손해, 상실)
- τραῦμα (상처, 손해, 중상)
- βλῆμα (미사일 발사기, 꼬인 것, 휘감긴 것)
- τραῦμα (an indictment for wounding)