Ancient Greek-English Dictionary Language

δεινός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δεινός δεινή δεινόν

Structure: δειν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from de/os, properly deeino/s, cf. e)leeino/s, e)leino/s, from e)/leos

Sense

  1. terrible, horrible, fearful, astounding
  2. (neuter substantive) danger
  3. marvelous, mighty, powerful
  4. wondrous, strange
  5. able, skillful, clever
  6. shamefully timid, cowardly

Examples

  • παρεκάθισαν αὐτῷ ἑπτὰ ἡμέρασ καὶ ἑπτὰ νύκτασ, καὶ οὐδεὶσ αὐτῶν ἐλάλησεν. ἑώρων γὰρ τὴν πληγὴν δεινὴν οὖσαν καὶ μεγάλην σφόδρα. (Septuagint, Liber Iob 2:17)
  • Εἶτά τισ αὐτὸσ ταῦτα γεγραφὼσ καὶ κατηγορίαν οὕτω δεινὴν κατὰ τοῦ τοιουτου βίου διεξελθών, ἔπειτα πάντων ἐκλαθόμενοσ, ὀστράκου, φησί, μεταπεσόντοσ ἑκὼν ἑαυτὸν φέρων ἐσ δουλείαν οὕτω περιφανῆ καὶ περίβλεπτον ἐνσέσεικε; (Lucian, Apologia 2:2)
  • δεινήν τινα λέγεισ τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀβελτερίαν, οἳ τοσοῦτον ἔρωτα ἐρῶσιν ὠχροῦ καὶ βαρέοσ κτήματοσ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 11:12)
  • καὶ νῦν αὐτὰ ταῦτα θαυματοποιεῖ, ὥσ φασι, βόθρον ὀρύττων καὶ ξύλα συγκομίζων καὶ δεινήν τινα τὴν καρτερίαν ὑπισχνούμενοσ. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:48)
  • μελαγχολίαν τινὰ δεινὴν λέγεισ. (Lucian, Fugitivi, (no name) 2:4)

Synonyms

  1. terrible

  2. danger

  3. marvelous

  4. wondrous

  5. able

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION