Ancient Greek-English Dictionary Language

δείλαιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δείλαιος

Structure: δειλαι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. wretched, sorry, paltry, sorry, paltry

Examples

  • ἁδίσταν δ’ ἀγγελίαν δεξαίμεσθ’, Ἑλλάδοσ ἐκ γᾶσ πλωτήρων εἴ τισ ἔβα, δουλείασ ἐμέθεν δειλαίασ παυσίπονοσ· (Euripides, Iphigenia in Tauris, choral, antistrophe 22)
  • διὰ σάρκα δ’ ἐμὰν ἔλεοσ ἔλεοσ ἔμολε μα‐ τέροσ δειλαίασ. (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 12)
  • καί νιν πυρᾷ κέαντεσ εὐθὺσ ἐν βραχεῖ χαλκῷ μέγιστον σῶμα δειλαίασ σποδοῦ φέρουσιν ἄνδρεσ Φωκέων τεταγμένοι, ὅπωσ πατρῴασ τύμβον ἐκλάχῃ χθονόσ. (Sophocles, episode 7:10)
  • τᾶσ δειλαίασ ἀπόρου φανείσασ ἀλγηδόνοσ, ᾇ ξυνέστασ. (Sophocles, Oedipus at Colonus, choral, strophe 13)
  • χὡσ ἴδον, ὡσ ἐμάνην, ὥσ μευ πέρι θυμὸσ ἰάφθη δειλαίασ· (Theocritus, Idylls, 62)

Synonyms

  1. wretched

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION