Ancient Greek-English Dictionary Language

βραδύπους

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βραδύπους

Structure: βραδυποδ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. slow of foot, slow

Examples

  • κἀγὼ σκολιῷ σκίπωνι χερὸσ διερειδομένα σπεύσω βραδύπουν ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα. (Euripides, Hecuba, choral, anapests3)
  • ἡ βραδύπουσ βουλὴ μέγ’ ἀμείνων ἡ δὲ ταχεῖα αἰὲν ἐφελκομένη τὴν μετάνοιαν ἔχει. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 371)
  • τίπτε τὸν ὀγκητὴν βραδύπουν ὄνον ἄμμιγ’ ἐν ἵπποισ γυρὸν ἀλωειναῖσ ἐξελάατε δρόμον; (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3011)
  • πᾶσα δὲ νηδὺσ συρομένη βραδύπουν θῆκε τὸν ὠκύτατον. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3102)
  • εἰσ τοὺσ αὐτούσ μῦθοσ Τάρταροσ ἠε͂ν, ἐπεὶ τάφον οὐκ ἂν ἐῴξεν οὗτοσ ἀνήρ οἴμοι, ὡσ βραδύπουσ σύ, Δίκη. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2461)
  • ὁμοίωσ ὡσ βραδύπουσ σύ, Δίκη, καὶ Τάρταροσ οὐκέτι δεινόσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 2471)

Synonyms

  1. slow of foot

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION