- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ξυνός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: xynos 고전 발음: [쉬노] 신약 발음: [쉬노]

기본형: ξυνός

형태분석: ξυν (어간) + ος (어미)

어원: ξύν

  1. Ionic spelling of κοινός ‎(koinós)

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ξυνός

(이)가

ξυνή

(이)가

ξύνον

(것)가

속격 ξυνοῦ

(이)의

ξυνῆς

(이)의

ξύνου

(것)의

여격 ξυνῷ

(이)에게

ξυνῇ

(이)에게

ξύνῳ

(것)에게

대격 ξυνόν

(이)를

ξυνήν

(이)를

ξύνον

(것)를

호격 ξυνέ

(이)야

ξυνή

(이)야

ξύνον

(것)야

쌍수주/대/호 ξυνώ

(이)들이

ξυνά

(이)들이

ξύνω

(것)들이

속/여 ξυνοῖν

(이)들의

ξυναῖν

(이)들의

ξύνοιν

(것)들의

복수주격 ξυνοί

(이)들이

ξυναί

(이)들이

ξύνα

(것)들이

속격 ξυνῶν

(이)들의

ξυνῶν

(이)들의

ξύνων

(것)들의

여격 ξυνοῖς

(이)들에게

ξυναῖς

(이)들에게

ξύνοις

(것)들에게

대격 ξυνούς

(이)들을

ξυνάς

(이)들을

ξύνα

(것)들을

호격 ξυνοί

(이)들아

ξυναί

(이)들아

ξύνα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὰ γὰρ τοῦ Ὁμήρου πάνυ ἐπαληθεύουσιν, ὅτι τοι ξυνὸς Ἐνυάλιος καὶ τὸν κτανέοντα κατέκτα. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:9)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:9)

  • ἀλλά, φίλοι,--ξυνὸς γὰρ ἐς Ἑλλάδα νόστος ὀπίσσω, ξυναὶ δ ἄμμι πέλονται ἐς Αἰήταο κέλευθοι-- τούνεκα νῦν τὸν ἄριστον ἀφειδήσαντες ἕλεσθε ὄρχαμον ἡμείων, ᾧ κεν τὰ ἕκαστα μέλοιτο, νείκεα συνθεσίας τε μετὰ ξείνοισι βαλέσθαι. (Apollodorus, Argonautica, book 1 7:13)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 7:13)

  • ἔμπης δ ἐξαῦτις μετελεύσομαι ἀντιβολήσων, ξυνὸς ἐπεὶ πάντεσσιν ἐπικρέμαθ ἧμιν ὄλεθρος. (Apollodorus, Argonautica, book 3 9:6)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 3 9:6)

  • διὰ γὰρ τὸ εἶναι κοιναί, ὡς ὁμολογούντων πάντων, ὀρθῶς ἔχειν δοκοῦσιν, οἱο῀ν παρακαλοῦντι ἐπὶ τὸ κινδυνεύειν μὴ θυσαμένους εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, καὶ ἐπὶ τὸ ἥττους ὄντας ξυνὸς Ἐνυάλιος, καὶ ἐπὶ τὸ ἀναιρεῖν τῶν ἐχθρῶν τὰ τέκνα καὶ μηδὲν ἀδικοῦντα νήπιος ὃς πατέρα κτείνας παῖδας καταλείπει. (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 21 11:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 2, chapter 21 11:2)

  • Ξυνὸς μὲν ἁπάντων τῶν ἄρθρων πόνος ἡ ἀρθρῖτις· ἀλλὰ ποδῶν μὲν ποδάγρην καλέομεν, ἰσχιάδα δὲ ἰσχίων, χειράγρην δὲ χειρῶν· ἤν γε μὲν σχέδιος ᾖ ἐπί τινι τῶν προσκαίρων αἰτίων ὁ πόνος, ἢ κρύβδην δὲ μελετήσῃ πολλὸν χρόνον ἡ νοῦσος, εὖτε ἐπὶ προφάσι σμικρῇ ὁ πόνος καὶ ἡ νοῦσος ἐξήφθη· ἔστι δὲ ἁπάντων ξυλλήβδην τῶν νεύρων ἡ πάθη, ἢν αὐξηθὲν τὸ κακὸν ἅπασι ἐπιφοιτῇ · ἀρχὴ δὲ νεῦρα τὰ δεσμὰ τῶν ἄρθρων, καὶ ὁκόσα ἐξ ὀστέων πέφυκεκαὶ ἐν ὀστέοισι ἐμφύνει. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 303)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 303)

유의어

  1. Ionic spelling of κοινός ‎

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION