헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βουλή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βουλή βουλῆς

형태분석: βουλ (어간) + η (어미)

어원: bou/lomai

  1. 결정, 의지, 유서, 결심
  2. 계획, 기획, 의도, 방안
  3. 충고, 변호사, 조언
  4. 위원회, 원로원, 상원
  1. will, determination, decision
  2. plan, project, intention
  3. counsel, advice
  4. council, senate

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βουλή

결정이

βουλᾱ́

결정들이

βουλαί

결정들이

속격 βουλῆς

결정의

βουλαῖν

결정들의

βουλῶν

결정들의

여격 βουλῇ

결정에게

βουλαῖν

결정들에게

βουλαῖς

결정들에게

대격 βουλήν

결정을

βουλᾱ́

결정들을

βουλᾱ́ς

결정들을

호격 βουλή

결정아

βουλᾱ́

결정들아

βουλαί

결정들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ βουλὰσ δημαγωγοῦντεσ καὶ συστάσεισ ποιούμενοι ἀπεκώλυσαν τοῦ ἀποτελεσθῆναι τὴν οἰκοδομὴν πάντα τὸν χρόνον τῆσ ζωῆσ τοῦ βασιλέωσ Κύρου. καὶ εἴρχθησαν τῆσ οἰκοδομῆσ ἔτη δύο ἕωσ τῆσ Δαρείου βασιλείασ. (Septuagint, Liber Esdrae I 5:70)

    (70인역 성경, 에즈라기 5:70)

  • ὑμεῖσ δὲ μὴ ἐνεχυράζετε τὰσ βουλὰσ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὅτι οὐχ ὡσ ἄνθρωποσ ὁ Θεὸσ ἀπειληθῆναι, οὐδὲ ὡσ υἱὸσ ἀνθρώπου διαιτηθῆναι. (Septuagint, Liber Iudith 8:16)

    (70인역 성경, 유딧기 8:16)

  • ἕωσ τίνοσ θήσομαι βουλὰσ ἐν ψυχῇ μου, ὀδύνασ ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρασ καὶ νυκτόσ̣ ἕωσ πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρόσ μου ἐπ̓ ἐμέ̣ (Septuagint, Liber Psalmorum 12:3)

    (70인역 성경, 시편 12:3)

  • ὅτι ἔκλιναν εἰσ σὲ κακά, διελογίσαντο βουλάσ, αἷσ οὐ μὴ δύνωνται στῆναι. (Septuagint, Liber Psalmorum 20:12)

    (70인역 성경, 시편 20:12)

  • Κύριοσ διασκεδάζει βουλὰσ ἐθνῶν, ἀθετεῖ δὲ λογισμοὺσ λαῶν καὶ ἀθετεῖ βουλὰσ ἀρχόντων. (Septuagint, Liber Psalmorum 32:10)

    (70인역 성경, 시편 32:10)

유의어

  1. 결정

  2. 충고

  3. 위원회

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION