헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βουλεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βουλεύω βουλεύσω ἐβούλευσα βεβούλευκα βεβούλευμαι

형태분석: βουλεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: boulh/

  1. 상의하다, 신중히 생각하다, 숙고하다, 신중히 결정하다
  2. 고안하다, 생각해내다
  3. 상담하다, 심사숙고하다, 대책을 마련하다
  1. to take counsel, deliberate, concert measures, (in past tenses) to determine or resolve after deliberation, (absolute)
  2. (with accusative of object) to deliberate on, plan, devise
  3. (with infinitive) to take counsel, to resolve to do

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουλεύω

(나는) 상의한다

βουλεύεις

(너는) 상의한다

βουλεύει

(그는) 상의한다

쌍수 βουλεύετον

(너희 둘은) 상의한다

βουλεύετον

(그 둘은) 상의한다

복수 βουλεύομεν

(우리는) 상의한다

βουλεύετε

(너희는) 상의한다

βουλεύουσιν*

(그들은) 상의한다

접속법단수 βουλεύω

(나는) 상의하자

βουλεύῃς

(너는) 상의하자

βουλεύῃ

(그는) 상의하자

쌍수 βουλεύητον

(너희 둘은) 상의하자

βουλεύητον

(그 둘은) 상의하자

복수 βουλεύωμεν

(우리는) 상의하자

βουλεύητε

(너희는) 상의하자

βουλεύωσιν*

(그들은) 상의하자

기원법단수 βουλεύοιμι

(나는) 상의하기를 (바라다)

βουλεύοις

(너는) 상의하기를 (바라다)

βουλεύοι

(그는) 상의하기를 (바라다)

쌍수 βουλεύοιτον

(너희 둘은) 상의하기를 (바라다)

βουλευοίτην

(그 둘은) 상의하기를 (바라다)

복수 βουλεύοιμεν

(우리는) 상의하기를 (바라다)

βουλεύοιτε

(너희는) 상의하기를 (바라다)

βουλεύοιεν

(그들은) 상의하기를 (바라다)

명령법단수 βούλευε

(너는) 상의해라

βουλευέτω

(그는) 상의해라

쌍수 βουλεύετον

(너희 둘은) 상의해라

βουλευέτων

(그 둘은) 상의해라

복수 βουλεύετε

(너희는) 상의해라

βουλευόντων, βουλευέτωσαν

(그들은) 상의해라

부정사 βουλεύειν

상의하는 것

분사 남성여성중성
βουλευων

βουλευοντος

βουλευουσα

βουλευουσης

βουλευον

βουλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουλεύομαι

(나는) 상의된다

βουλεύει, βουλεύῃ

(너는) 상의된다

βουλεύεται

(그는) 상의된다

쌍수 βουλεύεσθον

(너희 둘은) 상의된다

βουλεύεσθον

(그 둘은) 상의된다

복수 βουλευόμεθα

(우리는) 상의된다

βουλεύεσθε

(너희는) 상의된다

βουλεύονται

(그들은) 상의된다

접속법단수 βουλεύωμαι

(나는) 상의되자

βουλεύῃ

(너는) 상의되자

βουλεύηται

(그는) 상의되자

쌍수 βουλεύησθον

(너희 둘은) 상의되자

βουλεύησθον

(그 둘은) 상의되자

복수 βουλευώμεθα

(우리는) 상의되자

βουλεύησθε

(너희는) 상의되자

βουλεύωνται

(그들은) 상의되자

기원법단수 βουλευοίμην

(나는) 상의되기를 (바라다)

βουλεύοιο

(너는) 상의되기를 (바라다)

βουλεύοιτο

(그는) 상의되기를 (바라다)

쌍수 βουλεύοισθον

(너희 둘은) 상의되기를 (바라다)

βουλευοίσθην

(그 둘은) 상의되기를 (바라다)

복수 βουλευοίμεθα

(우리는) 상의되기를 (바라다)

βουλεύοισθε

(너희는) 상의되기를 (바라다)

βουλεύοιντο

(그들은) 상의되기를 (바라다)

명령법단수 βουλεύου

(너는) 상의되어라

βουλευέσθω

(그는) 상의되어라

쌍수 βουλεύεσθον

(너희 둘은) 상의되어라

βουλευέσθων

(그 둘은) 상의되어라

복수 βουλεύεσθε

(너희는) 상의되어라

βουλευέσθων, βουλευέσθωσαν

(그들은) 상의되어라

부정사 βουλεύεσθαι

상의되는 것

분사 남성여성중성
βουλευομενος

βουλευομενου

βουλευομενη

βουλευομενης

βουλευομενον

βουλευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουλεύσω

(나는) 상의하겠다

βουλεύσεις

(너는) 상의하겠다

βουλεύσει

(그는) 상의하겠다

쌍수 βουλεύσετον

(너희 둘은) 상의하겠다

βουλεύσετον

(그 둘은) 상의하겠다

복수 βουλεύσομεν

(우리는) 상의하겠다

βουλεύσετε

(너희는) 상의하겠다

βουλεύσουσιν*

(그들은) 상의하겠다

기원법단수 βουλεύσοιμι

(나는) 상의하겠기를 (바라다)

βουλεύσοις

(너는) 상의하겠기를 (바라다)

βουλεύσοι

(그는) 상의하겠기를 (바라다)

쌍수 βουλεύσοιτον

(너희 둘은) 상의하겠기를 (바라다)

βουλευσοίτην

(그 둘은) 상의하겠기를 (바라다)

복수 βουλεύσοιμεν

(우리는) 상의하겠기를 (바라다)

βουλεύσοιτε

(너희는) 상의하겠기를 (바라다)

βουλεύσοιεν

(그들은) 상의하겠기를 (바라다)

부정사 βουλεύσειν

상의할 것

분사 남성여성중성
βουλευσων

βουλευσοντος

βουλευσουσα

βουλευσουσης

βουλευσον

βουλευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουλεύσομαι

(나는) 상의되겠다

βουλεύσει, βουλεύσῃ

(너는) 상의되겠다

βουλεύσεται

(그는) 상의되겠다

쌍수 βουλεύσεσθον

(너희 둘은) 상의되겠다

βουλεύσεσθον

(그 둘은) 상의되겠다

복수 βουλευσόμεθα

(우리는) 상의되겠다

βουλεύσεσθε

(너희는) 상의되겠다

βουλεύσονται

(그들은) 상의되겠다

기원법단수 βουλευσοίμην

(나는) 상의되겠기를 (바라다)

βουλεύσοιο

(너는) 상의되겠기를 (바라다)

βουλεύσοιτο

(그는) 상의되겠기를 (바라다)

쌍수 βουλεύσοισθον

(너희 둘은) 상의되겠기를 (바라다)

βουλευσοίσθην

(그 둘은) 상의되겠기를 (바라다)

복수 βουλευσοίμεθα

(우리는) 상의되겠기를 (바라다)

βουλεύσοισθε

(너희는) 상의되겠기를 (바라다)

βουλεύσοιντο

(그들은) 상의되겠기를 (바라다)

부정사 βουλεύσεσθαι

상의될 것

분사 남성여성중성
βουλευσομενος

βουλευσομενου

βουλευσομενη

βουλευσομενης

βουλευσομενον

βουλευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβούλευον

(나는) 상의하고 있었다

ἐβούλευες

(너는) 상의하고 있었다

ἐβούλευεν*

(그는) 상의하고 있었다

쌍수 ἐβουλεύετον

(너희 둘은) 상의하고 있었다

ἐβουλευέτην

(그 둘은) 상의하고 있었다

복수 ἐβουλεύομεν

(우리는) 상의하고 있었다

ἐβουλεύετε

(너희는) 상의하고 있었다

ἐβούλευον

(그들은) 상의하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβουλευόμην

(나는) 상의되고 있었다

ἐβουλεύου

(너는) 상의되고 있었다

ἐβουλεύετο

(그는) 상의되고 있었다

쌍수 ἐβουλεύεσθον

(너희 둘은) 상의되고 있었다

ἐβουλευέσθην

(그 둘은) 상의되고 있었다

복수 ἐβουλευόμεθα

(우리는) 상의되고 있었다

ἐβουλεύεσθε

(너희는) 상의되고 있었다

ἐβουλεύοντο

(그들은) 상의되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβούλευσα

(나는) 상의했다

ἐβούλευσας

(너는) 상의했다

ἐβούλευσεν*

(그는) 상의했다

쌍수 ἐβουλεύσατον

(너희 둘은) 상의했다

ἐβουλευσάτην

(그 둘은) 상의했다

복수 ἐβουλεύσαμεν

(우리는) 상의했다

ἐβουλεύσατε

(너희는) 상의했다

ἐβούλευσαν

(그들은) 상의했다

접속법단수 βουλεύσω

(나는) 상의했자

βουλεύσῃς

(너는) 상의했자

βουλεύσῃ

(그는) 상의했자

쌍수 βουλεύσητον

(너희 둘은) 상의했자

βουλεύσητον

(그 둘은) 상의했자

복수 βουλεύσωμεν

(우리는) 상의했자

βουλεύσητε

(너희는) 상의했자

βουλεύσωσιν*

(그들은) 상의했자

기원법단수 βουλεύσαιμι

(나는) 상의했기를 (바라다)

βουλεύσαις

(너는) 상의했기를 (바라다)

βουλεύσαι

(그는) 상의했기를 (바라다)

쌍수 βουλεύσαιτον

(너희 둘은) 상의했기를 (바라다)

βουλευσαίτην

(그 둘은) 상의했기를 (바라다)

복수 βουλεύσαιμεν

(우리는) 상의했기를 (바라다)

βουλεύσαιτε

(너희는) 상의했기를 (바라다)

βουλεύσαιεν

(그들은) 상의했기를 (바라다)

명령법단수 βούλευσον

(너는) 상의했어라

βουλευσάτω

(그는) 상의했어라

쌍수 βουλεύσατον

(너희 둘은) 상의했어라

βουλευσάτων

(그 둘은) 상의했어라

복수 βουλεύσατε

(너희는) 상의했어라

βουλευσάντων

(그들은) 상의했어라

부정사 βουλεύσαι

상의했는 것

분사 남성여성중성
βουλευσᾱς

βουλευσαντος

βουλευσᾱσα

βουλευσᾱσης

βουλευσαν

βουλευσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβουλευσάμην

(나는) 상의되었다

ἐβουλεύσω

(너는) 상의되었다

ἐβουλεύσατο

(그는) 상의되었다

쌍수 ἐβουλεύσασθον

(너희 둘은) 상의되었다

ἐβουλευσάσθην

(그 둘은) 상의되었다

복수 ἐβουλευσάμεθα

(우리는) 상의되었다

ἐβουλεύσασθε

(너희는) 상의되었다

ἐβουλεύσαντο

(그들은) 상의되었다

접속법단수 βουλεύσωμαι

(나는) 상의되었자

βουλεύσῃ

(너는) 상의되었자

βουλεύσηται

(그는) 상의되었자

쌍수 βουλεύσησθον

(너희 둘은) 상의되었자

βουλεύσησθον

(그 둘은) 상의되었자

복수 βουλευσώμεθα

(우리는) 상의되었자

βουλεύσησθε

(너희는) 상의되었자

βουλεύσωνται

(그들은) 상의되었자

기원법단수 βουλευσαίμην

(나는) 상의되었기를 (바라다)

βουλεύσαιο

(너는) 상의되었기를 (바라다)

βουλεύσαιτο

(그는) 상의되었기를 (바라다)

쌍수 βουλεύσαισθον

(너희 둘은) 상의되었기를 (바라다)

βουλευσαίσθην

(그 둘은) 상의되었기를 (바라다)

복수 βουλευσαίμεθα

(우리는) 상의되었기를 (바라다)

βουλεύσαισθε

(너희는) 상의되었기를 (바라다)

βουλεύσαιντο

(그들은) 상의되었기를 (바라다)

명령법단수 βούλευσαι

(너는) 상의되었어라

βουλευσάσθω

(그는) 상의되었어라

쌍수 βουλεύσασθον

(너희 둘은) 상의되었어라

βουλευσάσθων

(그 둘은) 상의되었어라

복수 βουλεύσασθε

(너희는) 상의되었어라

βουλευσάσθων

(그들은) 상의되었어라

부정사 βουλεύσεσθαι

상의되었는 것

분사 남성여성중성
βουλευσαμενος

βουλευσαμενου

βουλευσαμενη

βουλευσαμενης

βουλευσαμενον

βουλευσαμενου

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βεβούλευκα

(나는) 상의했다

βεβούλευκας

(너는) 상의했다

βεβούλευκεν*

(그는) 상의했다

쌍수 βεβουλεύκατον

(너희 둘은) 상의했다

βεβουλεύκατον

(그 둘은) 상의했다

복수 βεβουλεύκαμεν

(우리는) 상의했다

βεβουλεύκατε

(너희는) 상의했다

βεβουλεύκᾱσιν*

(그들은) 상의했다

접속법단수 βεβουλεύκω

(나는) 상의했자

βεβουλεύκῃς

(너는) 상의했자

βεβουλεύκῃ

(그는) 상의했자

쌍수 βεβουλεύκητον

(너희 둘은) 상의했자

βεβουλεύκητον

(그 둘은) 상의했자

복수 βεβουλεύκωμεν

(우리는) 상의했자

βεβουλεύκητε

(너희는) 상의했자

βεβουλεύκωσιν*

(그들은) 상의했자

기원법단수 βεβουλεύκοιμι

(나는) 상의했기를 (바라다)

βεβουλεύκοις

(너는) 상의했기를 (바라다)

βεβουλεύκοι

(그는) 상의했기를 (바라다)

쌍수 βεβουλεύκοιτον

(너희 둘은) 상의했기를 (바라다)

βεβουλευκοίτην

(그 둘은) 상의했기를 (바라다)

복수 βεβουλεύκοιμεν

(우리는) 상의했기를 (바라다)

βεβουλεύκοιτε

(너희는) 상의했기를 (바라다)

βεβουλεύκοιεν

(그들은) 상의했기를 (바라다)

명령법단수 βεβούλευκε

(너는) 상의했어라

βεβουλευκέτω

(그는) 상의했어라

쌍수 βεβουλεύκετον

(너희 둘은) 상의했어라

βεβουλευκέτων

(그 둘은) 상의했어라

복수 βεβουλεύκετε

(너희는) 상의했어라

βεβουλευκόντων

(그들은) 상의했어라

부정사 βεβουλευκέναι

상의했는 것

분사 남성여성중성
βεβουλευκως

βεβουλευκοντος

βεβουλευκυῑα

βεβουλευκυῑᾱς

βεβουλευκον

βεβουλευκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βεβούλευμαι

(나는) 상의되었다

βεβούλευσαι

(너는) 상의되었다

βεβούλευται

(그는) 상의되었다

쌍수 βεβούλευσθον

(너희 둘은) 상의되었다

βεβούλευσθον

(그 둘은) 상의되었다

복수 βεβουλεύμεθα

(우리는) 상의되었다

βεβούλευσθε

(너희는) 상의되었다

βεβούλευνται

(그들은) 상의되었다

명령법단수 βεβούλευσο

(너는) 상의되었어라

βεβουλεύσθω

(그는) 상의되었어라

쌍수 βεβούλευσθον

(너희 둘은) 상의되었어라

βεβουλεύσθων

(그 둘은) 상의되었어라

복수 βεβούλευσθε

(너희는) 상의되었어라

βεβουλεύσθων

(그들은) 상의되었어라

부정사 βεβούλευσθαι

상의되었는 것

분사 남성여성중성
βεβουλευμενος

βεβουλευμενου

βεβουλευμενη

βεβουλευμενης

βεβουλευμενον

βεβουλευμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ οὔτε ἀλλάντων γεύσεσθε οὔτε πλακοῦντοσ ἢ εἴ τι λείψανον τῆσ κυνόσ, ἡ φακῆ δὲ ὑμῖν σαπέρδην ἐντετηκότα ἕξει, ὗσ δὲ καὶ ἔλαφοσ ὀπτώμενοι μεταξὺ δρασμὸν βουλεύσουσιν ἐκ τοῦ ὀπτανείου ἐσ τὸ ὄροσ, καὶ ὄρνισ ψύττα κατατείνασαι ἄπτεροι καὶ αὗται παῤ αὐτοὺσ τοὺσ πένητασ ἐκπετήσονται· (Lucian, Saturnalia, letter 3 5:4)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 3 5:4)

유의어

  1. 고안하다

  2. 상담하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION